19.10.10

......


Όλα ξεκινάνε με ένα στραβό χαμόγελο. Αυτό που γέρνει προς τα κάτω..
Αυτό που προσπαθείς να το φτιάξεις στον καθρέφτη και το μόνο που βγαίνει είναι μια έκφραση ηλίθιου πόνου, ίσως του πόνου που το δημιούργησε εξαρχής.
Αυτό το χαμόγελο που σου κόβει την όρεξη και κάθεσαι κοιτώντας ένα ποτήρι κρασί...το μεσημεριανό μαζί και το βραδινό σου.
Που σε κάνει να κοιτάς τους ανθρώπους γύρω σου λες και ταξιδεύεις σε τρενάκι του λούνα-παρκ και το μόνο που διακρίνεις είναι μουντζούρες για πρόσωπο και θολό περίγραμμα για σώμα.
Μουντζούρες σε γουλιές με κόκκινο κρασί είστε όλοι για σήμερα. Όλα για απόψε.
Και με ζαλίζει το χαμόγελό μου και με πικραίνει που προσπάθησα να το φτιάξω και με φοβίζει που δεν άλλαξε ποτέ.
Ξέρω όμως πως μπορώ να το κρύψω καλά στο μαξιλάρι μου και με λίγη τύχη ως αύριο θα έχει πεθάνει. Αυτό που δε κρύβεται σε ένα όνειρο είναι η αιτία που το δημιούργησε...η αιτία που σου θυμίζει πως δεν έχει καμιά ουσία να ονειρεύεσαι χαμογελώντας.
Έστω και μισά, έστω και στραβά...
Μουντζούρες και κρασί είπαμε...

24.9.10

Είχε βρέξει και οι δρόμοι βρομούσαν υγρά σκουπίδια και λάσπη.
Τεντώθηκε αφήνοντας πίσω το προσωρινό του καταφύγιο.
Μια βόλτα ίσως ξεκαθάριζε λίγο το μυαλό.
Τα πάντα γύρω άφηναν μια αίσθηση μουσκεμένης θλίψης.
Μια γκρίζα καρικατούρα ένιωθε που έπλεε στη θάλασσα αυτής της σιωπηρής θλίψης.
"Πως καταντήσαμε έτσι ρε Λουκά?" σιγοψιθύρισε στον εαυτό του....
Στην ανηφορίτσα αριστερά του ένα παλικάρι κοιμόταν με ένα χαρτόκουτο για σκέπασμα.
"Σώπα, είναι και άλλοι σαν και εσένα ρε...σώπα μη σκέφτεσαι."
Ψαχούλεψε την μοναδική τσέπη πάνω του που δεν ήταν τρύπια και βρήκε εξήντα λεπτά.
"Ρε πούστη...για τίποτα δε φτάνουν."
Ο κόσμος γύρω μόλις άρχισε να ξυπνάει και η μυρωδιά ζεστού ελληνικού καφέ που έβγαινε απ΄τα παράθυρα των σπιτιών έκανε τη γλώσσα του να κολλάει.
" Γεια. Ένα μπουκαλάκι νερό θα ήθελα.......χμμμ...τίποτα δε συγκρίνεται με ένα πρωινό ...νερό. Μαλάκα Λουκά. Που έφτασες να παρακαλάς τη τσέπη να γεμίσει για να πιεις νερό μέσα σε μια γαμημένη πόλη που μόλις λούστηκε με όσο νερό άντεχε να της ρίξει ο ουρανός".
Ποτέ δε γούσταρε τη βροχή. Του την έσπαγε όπως και πολλά άλλα. Ήταν βαρύς και δύσκολος. Τον παλιό καιρό αυτά, όταν οι επιλογές ήταν άφθονες και μπορούσε να το παίξει περιθώριο και μυστήριο και σουπαμουπες. Τώρα....ΧΑ! Τώρα ζηλεύει τις λακκούβες που γεμίζουν με περισσότερο νερό απ'οτι το στομάχι του.
Κρίμα...Δε πήγε καλά η ζωή. Δε τη περπάτησε όπως έπρεπε. Δεν...
Μαλακίες. Ένας μαλάκας ήτανε που δε μπορούσε να δει μπροστά του. Ο δύσκολος Λουκάς, χαλάκι για τους φίλους και για την οικογένεια. Ο βαρύς Λουκάς, με τη βροντερή φωνή και ένα κόσμο μέσα του να κλαίει.
Μια μοναχική σκιά που κάθεται και πίνει νερό στα σκαλάκια της Κυρα-Λένης στα Αναφιώτικα.
Και είναι πουτάνα η ζωή. Γαμιέται.
Γιατί σου θυμίζει όλα τα όμορφα κάτι μέρες σαν κι αυτή. Τα φιλιά στα σοκάκια με την Σμαρώ και τις ατέλειωτες μπύρες με την παρέα. Μακριά στην Νότια Κρήτη στο χωριό του πατέρα που ήταν γεμάτο μοκαμβίλιες και ασπρισμένα μπεντενάκια.
"Τώρα όμως είσαι εδώ Λουκά...κατηφορίζεις φίλε μου. Δεν υπάρχει λόγος να κοιτάς πίσω όταν κατηφορίζεις. Θα σκοτωθείς."
Ανοιχτά παράθυρα μύριζαν ζεστό φαΐ και αγκαλιά.
Άδεια παγκάκια.
Σεντόνια κατάλευκα περίμεναν να ανοίξει ο ουρανός για να ζεσταθούν στον ήλιο.
Δυο παρατημένα παντελόνια...και ένας μουσαμάς.
Τηλέφωνο ακούγεται στο σπίτι της κυρα-Λένης.
Οι σόλες απ΄τα παπούτσια του φαγώθηκαν από καιρό, δεν ακούγονται πια.
Θα θελε να μην αναγνώριζε χρώματα κι έτσι να μην τον νοιάζει η ασπρόμαυρη ζωή του.
Να κοιμόταν κάπου και ξαφνικά να ξυπνούσε άδειος. Χωρίς όνομα, χωρίς σκέψεις, χωρίς χρέος στο χρόνο και το παρελθόν.
"Τώρα μιλάς με θα' θελα Λουκά? Τώρα υπάρχουν μόνο δεν...Μεγάλα, σιδερένια δεν όπως οι πόρτες των σπιτιών, όπως τα κάγκελα στο πάρκο που κοιμόσουν. Όπως η κλειδαριά που μπήκε σε όσα πέρασαν.
Φιλοσοφίες ....Γαμώ το μυαλό σου μέσα Λουκά..."

16.7.10



Indeed...
Χαοτικοί διάδρομοι σε κατάφωτο σούπερ μάρκετ. Χαρτονένια σταντ με συναισθήματα σε τιμή ευκαιρίας, λαμπερές χρωματιστές συσκευασίες για ζωές που υπόσχονται τα πάντα αλλά δεν θα μάθεις ποτέ τι περιέχουν αν δεν τις ανοίξεις. Αν δεν λουστείς με το περιεχόμενό τους μέχρι να στάξει και η τελευταία τους στιγμή.
Διαφορές ανάμεσα στο ράφι και στο ταμείο. Πάντα διαφορές...
Τι να εμπιστευτείς ε?
Τα μάτια σου και αυτά που νόμιζες πως είδες όταν με χαρά επέλεξες ή το στεγνό πράσινο λαμπάκι στο ταμείο που αν το διαβάσεις τώρα λέει άλλα?
Και γιατί να βρισκόμαστε όλοι σε τέτοια σούπερ μάρκετ?
Και γιατί να πουλάμε και να αγοράζουμε τα αισθήματα και τα βιώματά μας?
Σε καταλαβαίνω...μάλλον.
Θα προτιμούσα να στέκομαι σκονισμένη στο ράφι μιας βιβλιοθήκης, να με έψαχνε μόνο όποιος αναζητούσε κάτι μέσα μου. Όποιος με χρειαζόταν πραγματικά για να τον βοηθήσω να λύσει το βαθύτερο πρόβλημα της ζωής του, για να του παραθέσω τα λάθη μου και να μην τα δοκιμάσει ποτέ, να του αφήσω απλά τη μυρωδιά παλιού χαρτιού στα χέρια του.
Θα το προτιμούσα?
Μακάρι να'ξερα.
Είμαι βλέπεις ο άνθρωπος που παρά τη καθόλου γυαλιστερή συσκευασία, έχω αμέτρητες διαφορές. Ξέρεις...ράφι-ταμείο. Πολλές, πολλές διαφορές.
Και ανασφάλειες και ανάγκες και παράλογες απαιτήσεις και σκοτεινές πτυχές με κοφτερά τελειώματα. Ίσως ήταν έτσι απ΄την αρχή η οικογενειακή συσκευασία μας ...ίσως απλά έμεινα πολύ καιρό στο ράφι και αλλοιώθηκα.
Στο ράφι ?
Αστείο ...
Με τόσα φώτα στο σούπερ μάρκετ μου, τόση φασαρία και τόσους περαστικούς και εγώ δεν κατάλαβα τον καιρό που πέρασε.
Ποιο να΄ναι το όνειρο δύο διαφορετικά συσκευασμένων ανθρώπων άραγε?
Να μείνουν αρκετό καιρό στο ίδιο ράφι για να έχουν παρέα?
Να καταλήξουν στα ίδια σκουπίδια για να σαπίσουν μαζί?
Να περάσει κάποιος τυχαία και να τους σκορπίσει στο πάτωμα μαζί μπας και νοιώσουν ο ένας τον άλλο?
Δε ξέρω...
Από αυτή την άποψη καλύτερα που είμαι αυτή που είμαι.
Όποια κι αν είμαι ...
Κι ας αλλάζω διαδρόμους, ράφια, αξία και χρηστικότητα στα μάτια του καθενός...
Δε με νοιάζει. Έτσι κι αλλιώς και για μένα έχω αλλάξει ...
Δε ξέρω καν για ποιο λόγο θα με επέλεγα και αν..
Και ποιο πρέπει να' ναι το δικό μου όνειρο ως μη συσκευασμένου ανθρώπου?
Για να μη γίνω σκονισμένη με άρωμα παλιού χαρτιού?
Λυπάμαι αλλά απ΄την αρχή δεν ήξερα το λόγο που γράφω, πόσο μάλλον το συμπέρασμα.
Κάποιες φορές δε μπορώ να παρακολουθήσω τη ζωή.
Τη δική μου ζωή.
Την αφήνω απλά να συμβαίνει.
Μουδιασμένη με τσιγάρο και ποτό.
Γιατί έτσι κι αλλιώς,με συσκευασία ή χωρίς, με διαφορές ή όχι, με όνειρα ή με μια μουδιασμένη αναμονή...
Θα συμβαίνει.

6.7.10


Σήμερα είδα τον πατέρα μου στο μετρό...
Ξέρω, δεν ήταν αυτός αλλά έτσι νόμιζα.
Σήμερα μίλησα με έναν άνθρωπο που ήξερα.
Τελικά τίποτα δεν ήξερα, απλά έτσι νόμιζα.
Κοιτάζω στον καθρέφτη μου και νομίζω πως με βλέπω..
Τόσο καιρό απλά νομίζω ρε πούστη μου...
Και επιμένω πως ξέρω..
Θα βάλω στο δωμάτιο κορδέλες κόκκινες και μαβί τούλι. Θα πιάσω και κανα δυο χάρτινα αστεράκια στις γωνίες και θα κάτσω από κάτω να νομίζω πως νυχτώνει για να κοιμηθώ.
Θα βγάλω το τέρας μέσα απ΄τη ντουλάπα μου να ξαπλώσουμε αγκαλιά. Τι σκατά το φυλάω τόσο καιρό αν δε μπορώ να το πάρω μια γαμημένη αγκαλιά?
Συγχαρητήρια μικρή μου, βρήκες τον πάτο πια και τώρα μπορείς να σταματήσεις να παραπονιέσαι για τις πτώσεις.
Να σταματήσεις να παραπονιέσαι γενικά, κούρασες και το τέρας και τα τούλια και τις κορδέλες. Όλο τον κόσμο που ράβεις χρόνια ολόκληρα με όσα νόμιζες πως ήξερες...τον κούρασες.
Πόσο σκούρα να' ναι η θάλασσα αυτή την ώρα? Βαθιά μέσα σε ένα ταξίδι πέρα από τον αφρό...πόσο σκοτεινή να' ναι?
Δε ξέρω να κολυμπάω, ποτέ δεν έμαθα και τη θάλασσα τη φοβάμαι μα πρέπει να μοιάζει με το χρώμα που έχουν οι σκέψεις μου απόψε.
Θέλω να βρω ένα χάπι που να με κάνει να μη σκέφτομαι, να μην έχω πονοκέφαλο και να κοιμηθώ.
Επίσης αν με έκανε να δω τον πατέρα μου άλλη μια φορά θα βοηθούσε.
Αδιέξοδο.
Τοίχος καλή μου λέμε...
'Όπισθεν και ξανά. Ξέρεις εσύ.
Και ..τοίχος...αδιέξοδο..και πάμε πάλι.
Πονάει πολύ το κεφάλι μου και νυστάζω...
Λαβύρινθοι με τοίχους και αδιέξοδα.
Θέλω νύχτα με καθαρό ουρανό, αστέρια και νυχτολούλουδο. Θέλω στρώμα στον κήπο και τριζόνια. Θέλω να είναι η αδερφή μου τεσσάρων ξανά και να την αφήσω να γελάει ώσπου να την πάρει ο ύπνος.
Μαγικά φίλτρα θέλω και ραβδιά που θα ακυρώσουν όλα όσα γάμησα με τα νομίσματά μου και θα μου δώσουν ανοιχτό παράθυρο και καθαρό αέρα με τη μορφή μιας δεύτερης ευκαιρίας.
Μιας...όγδοης ευκαιρίας?
Μιας γαμημένης ευκαιρίας ακόμα...
Και ξέρω ότι θα τα κάνω όλα αλλιώς.
Ναι...αυτή τη φορά νομίζω πως ξέρω.

14.6.10

Μάχη

Δαίμονες μαύροι με δόντια κοφτερά ουρλιάζουν βαθιά μέσα στο δάσος μου και ένα μικρό παιδί σε μια γωνία ακίνητο σαν από μάρμαρο.
Ομίχλη παντού.
Για να είναι θολά όλα και να μη παίρνονται εύκολα οι αποφάσεις.
Νύχτα πάντως είναι.
Αυτό δε θα αλλάξει ποτέ.
Μήπως να ξαναγύριζα να βάλω ερωτηματικό?
Για αυτή την αίσθηση της σιγουριάς που σου δίνει.
Την πιθανότητα να αναστραφούν τα πάντα.
Νομίζω εκείνο το παιδί θα χρειαζόταν ένα ερωτηματικό.
Τώρα που δε ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή να χαρεί.
Έχω την εντύπωση πως το ζωγράφιζε πιο συχνά από τους ήλιους και τα σπιτάκια που θα έβρισκε κανείς σε ζωγραφιές παιδιών της ηλικίας του.
Της ηλικίας που βλέπεις εσύ τώρα.
Της ηλικίας στην οποία διάλεξε να μείνει από έλλειψη σιγουριάς...
Από έλλειψη ασφάλειας.
Στο άκουσμα και μόνο της λέξης οι δαίμονες δαγκώνουν άντερα και δέρμα μαζί για να τους βγάλω έξω.
Και εγώ κάθομαι εδώ μαρμαρωμένη στη θέα ενός τεράστιου ερωτηματικού
Τι σκατά είναι αυτά που ζω μέσα στο δάσος μου?
Να υπάρχει άραγε μέρος μέσα του δικό μου.
Να το κατοικίσω χωρίς καμία μάχη. Χωρίς σταγόνα από αίμα.
Κανενός.
Να πάλι η ανάγκη της πίστης σε κάτι αβέβαιο
Γιατί αν μου πεις πως το αίμα θα χυθεί ξανά και είναι βέβαιο τότε οι δαίμονες θα φάνε τα πάντα μου και το ξέρει ακόμα και εκείνο το μικρό παιδί.
Το ξέρει από τότε που έμαθε να ακούει και να βλέπει.
Και εγώ..
Απόψε διαλέγω να κλάψω. Όχι γιατί φοβάμαι να χαρώ.
Όχι πως στέγνωσα και δεν έχω άλλο.
Αλλά να ...είναι αυτό το κουστούμι του μικρού παιδιού που με στενεύει.
Είναι που οι δαίμονες μέσα μου με πνίγουν.
Είναι που δε μπορώ να αντικρίσω άλλο ερωτηματικό.
Που δε θέλω αίμα πια.
Δε θέλω μάχες.
Μα είμαι στο δάσος μου ακόμα και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάς.
Δε φεύγει έτσι εύκολα η ομίχλη.

Μάχη λοιπόν.
Και γνώμη κανενός δε ζήτησα,ούτε βοήθεια θέλω.
Κανείς δε θέλει θεατές την ώρα που παλεύει.

Έτσι και εγώ.

27.5.10

Νύχτες Μου...

..που τα αλλάζουν όλα.
-
Όταν περπατάς άδεια δωμάτια χωρίς τις γνωστές σου κρυψώνες, οι φόβοι μεγαλώνουν.
Όταν οι ώρες ξεχειλώνουν γεμάτες σιωπή, οι λέξεις ξεχνιούνται.
Όταν κοιμάσαι σε φρεσκοπλυμένα σεντόνια χωρίς μυρωδιά από δέρμα, οι σκέψεις συρρικνώνονται.
Ολόκληρος συρρικνώνεσαι σαν έμβρυο που του στράγγιξαν τον κόσμο του και κρύβεται μέσα στις δικές του παλάμες.
Και τι όνειρα μπορείς να κάνεις μέσα στις δικές σου παλάμες?
Χθες βράδυ σου μίλαγα μες στον ύπνο μου και ξύπνησα για να δω το δωμάτιο σε άλλο ένα σκοτάδι.
Κι έχω δει τόσα ως τώρα, τα πιο πολλά μέσα μου. Τα χειρότερα μέσα μου...
Κι όμως το χθεσινό σκοτάδι με τύλιξε πιο σφιχτά από όλα.
Μου πήρε τον αέρα απ΄το μυαλό μου και με άφησε να προσπαθώ να βρω το διακόπτη για λίγο φως. Για μια ανάσα...και καλά.
Κι ας ξέρω ότι την ανάσα που θέλω την κρατάς εσύ και πρέπει να την περιμένω.
Και θα την περιμένω μέσα σε τόσα κι άλλα τόσα σκοτάδια που θα'ρθουν.
Γιατί ως τώρα ανάσα δεν υπήρχε μέσα μου.
Στα χειρότερά μου..

Έτσι λέω..

Θυμώνω όμως με το χρόνο.
Που προχωράει τα πάντα και εσένα σε κρατάει.
Πάντα σε κρατούσε.
Και απόψε.
Πως λες να' ναι η νύχτα μου απόψε που θέλω τόσο να σε δω?
Ξέρω..
Σκοτάδι, θέλω, δε μπορώ, κρύβομαι, περιμένω.
Λεξούλες μάτια μου ..
Απλές κούφιες λεξούλες.
Που μπαίνει μέσα τους ο χρόνος και τις φουσκώνει και γίνονται τεράστια μπαλόνια που αν σκάσουν θα καώ νομίζω.
Και δε καταλαβαίνεις πόσο μικρός είσαι μέχρι να δεις στο δρόμο σου κάτι πραγματικά μεγάλο.
Και δε ξέρεις πόσο μπορείς να τεντώσεις τη ψυχή σου μέχρι να σε προκαλέσει κάτι πραγματικά μικρό.

Τι λέω...

Σιχαίνομαι τη νύχτα απόψε. Σιχαίνομαι το μαύρο μου που βρήκε τοίχο πάλι και στάζει πάνω του όπως ξέρει καλά να κάνει.
Σιχαίνομαι το πρέπει που έχει το αύριό μου.
Τους φόβους και τις σκέψεις μου.
Το "μου'' δίπλα σε όλες αυτές τις λέξεις.
Χρόνος Μου, βήμα Μου, βλέμμα Μου, δρόμος Μου, άκρη Μου.
Νύχτα Μου γαμημένη.
ΚΑΛΗΜΟΥΝΥΧΤΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ.

Δε θα αφήσω καμιά λέξη στη νύχτα μας όταν σε δω.
Δε θα αφήσω καμιά νύχτα στις λέξεις μας όταν είσαι εδώ.
Μόνο να νικήσω το χρόνο.
Μόνο να τελειώσουν οι νύχτες Μου..

Μόνο να ανάψω το φως λίγες φορές ακόμα....
Να πάρω μια ανάσα...

Λέω...

22.5.10

Θα΄θελα να' χα τώρα τρεις ευχές.
Και θα΄σουν μια από αυτές.
Τρεις ευκαιρίες θα΄θελα να΄ταν όλη η ζωή μου και να τα κατάφερνα επιτέλους έστω και στην τρίτη.
Να καταλάβαινα θα ήθελα.
Να προλάβαινα.
Να έφερνα πίσω το χρόνο και να ρωτούσα άσπρα πρόσωπα για το δρόμο που πρέπει να πάρω.
Να μη φοβάμαι,να μη λυπάμαι, να μην αδικώ...
Τρεις μέρες και τρεις ευχές.
Τρεις άνθρωποι.
Χίλιες ερωτήσεις.
Πόσο ψηλά μπορώ να φτάσω?
Πόσο χαμηλά μπορεί να με φτάσει ο χρόνος?
Πόσο εύκολο είναι να μείνω εδώ και να μη χάσω τίποτα?
Αναρωτιέται κανείς ποτέ γιατί είναι ευτυχισμένος?
Ζηλεύει κανείς ποτέ τη λύπη άλλων?
Γελάει κανείς ποτέ χωρίς να φοβάται τη σιωπή που τον περιμένει?
Πόσο μόνη της είναι η σιωπή όταν τη θάβεις?
Πόσο μόνος είναι κανείς όταν θάβεται μέσα στη σιωπή?
Πότε θα με μάθω?
Πότε θα μάθω να με παίρνω αγκαλιά?
Να μη με μαλώνω?
Να μη περιμένω και να μη ζητάω?

Ευχές και μαλακίες.
Αν και ίσως και ποτέ...
Και νύχτα που είναι κρύα μες στο καλοκαίρι.
Και ένα χέρι στην πλάτη μου και κανείς γύρω.
Και φαντασιώσεις και ντροπή και αποφάσεις που δεν πάρθηκαν και εύχονται να είχαν τρεις ευκαιρίες για να σωθούν.
Και γαμημένη μνήμη που επιλέγει ότι γουστάρει.
Και μια συγνώμη.
Μια συγνώμη για το χέρι στην πλάτη μου. Για το πρόσωπο που άσπρισε και δεν έχω καμία ευκαιρία να το δω να γελάει.
Για τη νύχτα μου και το κρύο.
Για ότι έχει μείνει από εμένα στο παρελθόν.

Μια αγκαλιά θέλω.
Θα σβήσω το φως και θα΄ρθω να με πάρεις αγκαλιά.
Αυτό θα κάνω.
Κι ας μην έχω καμιά ευχή και καμιά ευκαιρία για τις καρφίτσες μέσα μου.
Θα σε πάρω αγκαλιά ώσπου να στεγνώσουν οι μικρές τρυπίτσες τους και θα κοιμηθώ έναν ύπνο χωρίς όνειρα.
Χωρίς τίποτα.
Αλλά μαζί σου.

11.5.10

;-/



Κούτες και σακούλες και φούσκες και σκόνη και μπίχλα και κρύο και μια ησυχία που μου έχει σπάσει τα νεύρα.
Έχει τεντώσει την υπομονή μου στο όριο.
Να τελειώνει όλο αυτό.
Να τελειώνει πια.
Αρκετά ρε, αλήθεια.
Πιάστηκα και δε μπορώ να γυρίσω το κεφάλι μου πάνω στις σακούλες που κοιμάμαι.
Κρύωσα και μέσα σε όλα έβγαλα ΚΑΙ το μικρό μου δαχτυλάκι....ΞΑΝΑ!!!
Ασιχτήρ δηλαδή λέμε!
Δεν το'χω. Δεν την έχω τη μετακόμιση πούστη μου. Επιπλωμένο έπρεπε να το΄χα νοικιάσει να πάρω τα ρούχα και τα βρακιά μου και να φύγω..
Τριάντα κούτες θα κουβάλαγα θα μου πεις και τότε. Για να μην υπολογίσω παπούτσια και αξεσουάρ.
Γυναίκες σου λέω παιδί μου.
Χάθηκε να γεννιόμουν άντρας? Χάθηκε?
Τρία παντελόνια, πέντε μπλούζες και δέκα σώβρακα μετακόμιση. Τζάμι!
Άσε και το άλλο. Δε γινόταν να' ρθει η ώρα μου το Γενάρη? Που είχε και το κρυουλάκι να τυλιχτώ στο πάπλωμα να είμαι μια κυρία. Τώρα με την κωλοζέστη όλη μέρα και το κρύο τη νύχτα σκέβρωσα. Πετσικάρισα...Πάει... Έχω και κάποια χρόνια πάνω μου το λουλούδι...
Τι να κάνουμε τώρα?
Διλήμματα, διαλείμματα, διαλύματα, πασαλείματα και ένα κάρο χρήματα σε delivery(τώρα που το θυμήθηκα) μιας και δε μπορώ να μαγειρέψω πάνω απ΄τη φούσκα. Βέβαιαααααα, ξέχασα να στο πω αυτό!!! Μου' χει φύγει ο τάκος στο σουβλάκι και τη σαλάτα. Είμαι και εύκολος άνθρωπος στο φαΐ, να μη στα λέω θα τα έχεις καταλάβει ως τώρα...Ε χέστα!
ΧΕΣΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Και το απόγευμα έρχονται να πάρουν τα πράγματα, με εμένα να στέκομαι λες και έχω καταπιεί τάβλα από αριστερά, με το κομμουνιστικό μου πιάσιμο, να κουτσαίνω με πρησμένο δαχτυλάκι και να είμαι και στραβή κι ανάποδη λόγω...dna!
Γι' αυτό σου λέω, να τελειώσει θέλω και είμαι σίγουρη πως το θες και εσύ και οι μεταφορείς και η μάνα μου και όλο μου το σόι. Μπας και το βουλώσω....επιτέλους!
Ας αφήσουμε τα όνειρα όμως γιατί έχω να σκεφτώ τι χάπι θα πάρω για τον πόνο, που θα κοιμηθώ απόψε και τι θα παραγγείλω για φαΐ
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧ!

Γκρίνιαααααααααααααααα μου, σαν την αγάπη είσαι τόσο δύνατηηηηηηηηηηηη
Μίλα μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ...
ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ!

6.5.10

Μάνα..επιτέλους!



Με έμαθα να ξυπνάω μες στο χειρότερό μου εφιάλτη.
Να παίρνω ανάσες βαθιές να καταλάβω ότι ζω και να ηρεμήσω.
Χίλιες νύχτες μου πήρε αλλά μου το'μαθα πια...

Τώρα που τα κατάφερα όμως ρε μάνα...

Γύρω μου με αποφάσεις μιας στιγμής κόβονται ολόκληρες ζωές, με ψέμματα μιας ζωής βαφτίζονται οι ημέρες νύχτα.
Φοβάμαι το ξημέρωμα, τι θα έρθει να αντικρίσω.
Ντρέπομαι για τον τρόμο μου και με κάθε ανάσα μου γίνεται δυσκολότερο το να ζήσω.

Και νόμιζα πως οι εφιάλτες τέλειωσαν.
Νόμιζα πως τα'χα καταφέρει..
Αλλά...
Και τώρα τι?
Το κόσμο γύρω μου πως θα τον ηρεμήσω?

Πες μου ρε μάνα...από όλο αυτό γίνεται να ξυπνήσω?

Ξέρεις τι θέλω?


Θέλω να σου πω τόσα πολλά.
Χωρίς να σκέφτομαι.
Θέλω να με μάθεις για να καταλάβεις.
Να μη σκέφτεσαι.
Θα με αφήσεις?
Θέλω να μη βλέπω αράχνες στον καθρέφτη μου και να πάψω να κλειδώνω πριν κοιμηθώ.
Θέλω να περπατήσω μόνη μου και να'ρθω να στο πω.
Θέλω όταν πέσω ξανά, να είσαι εκεί.
Θα με κρατήσεις?
Θέλω να ζωγραφίσω μέσα σου βαθιά ένα τεράστιο χαμόγελο, να μη το σβήνει τίποτα.
Να σου ράψω μια μεγάλη αγκαλιά να τη φοράς ότι καιρό και να' χει.
Να γλείψω τις πληγές σου και να τις βλέπω να γίνονται καλά.
Να ανάψω φωτιά τη νύχτα στο σεντόνι μας και να κάψω όλα μας τα σημάδια.
Θέλεις?
Να αλλάξω τις μυρωδιές που ξέρεις. Τις γεύσεις που έμαθες και τα χρώματα που είδες.
Να σε βλέπω να κοιμάσαι δίπλα μου τα βράδια και να σου ψιθυρίζω όσα δεν έχω πει ποτέ μου σε κανέναν.
Θέλω να γίνεις ο κανένας μου.
Εκείνος ο κανένας που ονειρευόμουν ότι δε θα' ρθει ποτέ.
Αυτός που ήξερα καλά τι θα του δώσω και πόσο θα τον ερωτευθώ.
Εκείνος που θα με έπαιρνε μακριά από τον εαυτό μου και θα με κράταγε να χτίσω το μέσα μου καινούργιο και γερό.
Να μου μάθεις να μιλάω θέλω. Ξανά απ΄την αρχή.
Σαν να ήμουν μικρό παιδί.
Να δω πως ο κανένας μπορεί να γίνει ο ένας μου.
Ο ένας μου που θα με κάνει να κλείνω τα μάτια και μη βλέπω μαύρο, ούτε γκρίζο.
Να κλείνω τα μάτια και να ονειρεύομαι μαζί του...
Κόκκινο
Μόνο αυτό θέλω....

27.4.10

Πόσο μου αρέσει η αλήθεια.
Να μη τη ψάχνω. Να μου τη λες.
Να γελάω.
Να αλλάζω.
Να βλέπω τον όμορφο εαυτό μου κάθε μέρα και πιο πολύ.
Να φτιάχνω τον καφέ το πρωί.
Να κάνω μπάνιο γεμίζοντας τη μπανιέρα με νερό.
Να καπνίζω στο μπαλκόνι και να γελάω.
Να έχουν όλα χρώμα και γεύση ξανά.
Να μην είμαι σκιά.

Πόσο μου αρέσουν οι ευκαιρίες.
Αυτές που σου χτυπάνε νύχτα το κουδούνι και χαμογελούν.
Αυτές που όταν κοιμούνται ήρεμα νιώθεις κομμάτι τους.
Αυτές που τα καταφέρνουν μόνες τους τόσο καλά που αν δεν τις έβλεπες θα έχανες τα πάντα.
Που είναι ζωή κρυμμένη πίσω από φόβους.

Μου αρέσουν τα χάρτινα όπλα και οι ψεύτικες μάχες. Γιατί χόρτασα και δεν τις θέλω πια.
Μου αρέσουν οι πληγές που άφησαν σημάδια για να ξέρω να τα αναζητώ.
Για να με αναγνωρίζουν.
Μου αρέσουν οι ημέρες που είμαι μόνη μου γιατί βρίσκω τους λόγους που σιχαίνομαι τη μοναξιά.
Μου αρέσουν οι νύχτες γιατί ονειρεύομαι όσα θέλω και λείπουν.

Μου αρέσει η φωνή σου και η μυρωδιά στο λαιμό σου.
Μου αρέσουν τα δάχτυλά σου και το δέρμα σου.
Οι διαφορετικές γκριμάτσες μιας ημέρας και οι κινήσεις στο σώμα σου τις νύχτες.
Μου αρέσουν οι λέξεις που κρύβουν φιλιά και τα αγγίγματα που κρύβουν επιθυμίες.

Και εσύ.
Μετά από όλα αυτά και για όλα αυτά...

Μου αρέσεις εσύ....

26.4.10

Ροζ...!


Κώλωσα...
Μου έφτασε η λέξη ως τη γλώσσα και μετά πνίγηκα.
Με έπιασε βήχας και δάκρυσα και τίποτα δεν είπα.
Έτσι τα καταφέρνω πάντα.
Είναι η στιγμή που λυγίζει ο τσαμπουκάς μου.
Η στιγμή που θέλω να εξαφανιστώ γιατί κάποιος με στεναχώρησε τρελά.
Μέχρι τώρα...
Μέχρι την τελευταία φορά που μιλήσαμε.
Άκουσα μια πρόταση και πνίγηκα.
Βήχας δεν ακούστηκε και το έκρυψα το δάκρυ...
Και το πιο παράξενο απ' όλα?
Ήθελα να μείνω σε αυτή τη στιγμή μέχρι το τέλος μου.

Κώλωσα που λες...ξανά!
Πνίγηκα από ένα τρελό σύννεφο βγαλμένο από τις σελίδες μιας Super Κατερίνας του παρελθόντος, τίγκα στο αστεράκι και τη ροζ γυαλάδα....
Η δική μου κιτς στιγμή απίστευτης ευτυχίας...
Γαμάτο δεν είναι να πνίγεσαι από κάτι άλλο για αλλαγή?
Ζάχαρη πολύ που μου καίει τα μάτια.
Ζέστη πολύ που με κάνει να ανατριχιάζω.
Εικόνες που με φτιάχνουν από την αρχή ξανά.
Και ένα άρωμα που διέλυσε όλες μου τις αναστολές και γέννησε χίλια θέλω και μπορώ.

Είμαι 33.
Ναι...
Και?
Δε ξέρεις πόσο χέστηκα...
Δε ξέρεις πόσο χέστηκα για όλα και πόσο περίμενα αυτή τη στιγμή...
Τη στιγμή που το ροζ μου σύννεφο βρέχει μέλια και κολλάνε όλα όσα τρέχουν να με πιάσουν.
Και εγώ κάθομαι από κάτω του γυμνή και κάνω μπάνιο στο μέλι και το τρώω, και το αλείφω στα μαλλιά μου και στο δέρμα μου..
Πόσο τρελό και κιτς και χαζό και αστείο και ...
"33χρονη εθεάθη να λούζεται κάτω από ροζ αγνώστου ταυτότητος σύννεφο που φήμες λένε πως έσταζε μέλι........."

χαχαχχαχαααααααααααααα

Και να φανταστείς ότι πάντα διάβαζα Μπλεκ!
Ε ρε τι έχανα..........................................

:)

22.4.10


Απόψε θα βάλω ένα τζιν και ένα μπλουζάκι, το πράσινο μπουφάν μου που είναι ζεστό και θα βρεθώ στον Πειραιά.
Θα μπω σε ένα πλοίο για Ρέθυμνο να ταξιδέψω όλη νύχτα.
Αυτό θέλω...για να ηρεμήσει το μυαλό μου.
Θα ανέβω στο κατάστρωμα και ενώ κοιμούνται όλοι θα πάρω μια άσπρη καρέκλα γεμάτη αρμύρα και θα κάτσω κόντρα στον άνεμο να κοιτάω τη θάλασσα.
Τη νύχτα και τη θάλασσα. Λίγα άστρα και λίγος αφρός.
Μαύρο και λίγο άσπρο μέσα του..έτσι για την ελπίδα, για την ομορφιά, για παρέα...
Θα αδειάσω ότι έχω μέσα μου θαμμένο τόσα χρόνια και θα υποσχεθώ στη θάλασσα πως στο επόμενο ταξίδι θα της φέρω νέες σκέψεις. Αληθινές, κόκκινες, ζωντανές, ήρεμες..
Θα την παρακαλέσω να μου πάρει αυτές που έχω και..εγώ θα της φέρω άλλες.
Μόνο να μου πάρει αυτές.
Θα καπνίσω τσιγάρα πολλά και όλα θα έχουν γεύση καλοκαιριού.
Τα μαλλιά μου θα μπερδευτούν και θα κολλάνε και τα πάντα γύρω θα γυαλίζουν. Έτσι είναι τα χρώματα όταν ταξιδεύεις ..γυαλιστερά κι ας είναι νύχτα.
Θα περάσουν οι ώρες γρήγορα και όταν φτάσω στο λιμάνι θα κατέβω τρέχοντας.
Θα περπατήσω ως την άλλη άκρη πάνω στα τσιμεντένια δόντια που κόβουν τα κύματα. Πάντα πήγαινα εκεί.
Θα κάτσω σε ένα από αυτά, θα βάλω την αγαπημένη μου μουσική να παίζει και θα μιλήσω όπως έκανα και τότε.
Στη θάλασσα το ξημέρωμα.
Στα χρώματα που θα την ενώνουν με τον ουρανό. Στο άσπρο που θα μεγαλώνει και στο μαύρο που σιγά σιγά θα υποχωρεί γιατί είναι η σειρά του. Γιατί έτσι είναι με όλα. Όταν έρθει η σειρά τους εξαφανίζονται..
Και κάποιος κάθεται σε μια γωνιά και παρακολουθεί..
Θα μιλήσω με στίχους και ποιήματα, με κομμάτια από παλιά βιβλία που έχω διαβάσει, με ένα όνειρο που είχε ο πατέρας μου να φτιάξει κάποτε ένα καϊκάκι.. Το είχε ζωγραφίσει χίλιες φορές αλλά δεν πρόλαβε να φτιάξει τίποτα.
Με ένα όνειρο που έχω εγώ να φτιάξω τη ζωή μου. Δε ξέρω να ζωγραφίζω καλά αλλά ελπίζω να προλάβω να τη φτιάξω για να τη βλέπει ο πατέρας μου και να χαίρεται που ταξίδεψα χωρίς το καΐκι του.
Θα ψάξω το κινητό μου να διαβάσω ένα μήνυμα και θα σφίξω τα χέρια μου μεταξύ τους να ζεσταθούν.

Όταν θα είναι μέρα πια...θα γυρίσω στο παλιό λιμάνι.
Θα πάω στο αγαπημένο μου καφέ για έναν ελληνικό και θα ανοίξω το τετράδιό μου να γράψω.
Έτσι κάνω πάντα στο αγαπημένο μου καφέ. Είναι μυστική συμφωνία για το πρώτο μας ραντεβού κάθε φορά...

Ύστερα γεμάτη με όλα και άδεια απ'οσα με έφεραν ως εδώ...θα περπατήσω πίσω στην άκρη του ονείρου μου και πριν βγω θα σκεφτώ πως... θέλω ένα καλοκαίρι να σε πάω να με γνωρίσεις όπως με ξέρει το νησί μου.

Για απόψε θα ταξιδέψω μόνη μου...να δω το μαύρο να εξαφανίζεται.

20.4.10

Για να λέμε την πάσα αλήθεια....



Είμαι γκρινιάρα.
Μπορώ να το τραβήξω όμως.
Ναι!
Μπορώ να το φτάσω εκεί που δε παίρνει και να γίνω τόσο μα τόσο γκρινιάρααααααααααα....εκνευριστικά πολύ λέμε!
Και σήμερα το νιώθω..έρχεται!
Θέλω να τα διαλύσω όλα, να τσακωθώ ακόμα και με τους συνδετήρες στο γραφείο, να γυρίσω τη μούρη μου επιδεικτικά και να φύγω!
Να εξαφανιστώ θέλω!
Γαμώ τα θαυμαστικά γαμώ!
Γαμώ τις τελείες και τα πάντα γαμώ σήμερα!
Και χθες μη φανταστείς ....και αύριο σίγουρα...
Είναι οι μέρες τέτοιες.
Είναι οι τελευταίες παράξενες κωλομέρες. Που δε ξέρω πόσες είναι για να εντοπίσω και κατά πόσο είναι τελευταίες ή περίπου τελευταίες.
Είναι που πρέπει να μαζέψω ένα σπίτι σε κούτες.
Είναι που ψυχοπλακώνομαι όταν βλέπω ασυμμάζευτο το σπίτι...πόσο μάλλον αν έχει κούτες παντού! (Δε θέλω κανένα σχόλιο σε αυτό...ξέρω και μόνη μου τι είναι και τι δεν είναι φυσιολογικό αλλά θα με αναλύσετε σε άλλο ποστ...σε αυτό μιλάω εγώ και δεν ακούω όχι!)
Είναι που βρέχει και όταν δε βρέχει έχει συννεφιά και ζέστη.
Είναι που μου τη σπάει η βροχή...ΚΑΙ η ζέστη!
Είναι που έχω μαζέψει καιρό μέσα μου νεύρα για όλους και να...τελευταίες μέρες δε κάνει να τα αφήσω μέσα μου!
Είναι που θέλω να είμαι αλλού τόσο πολύ που δε περνάνε οι γαμοτελευταίες μέρες.
Ε!!!!
Είναι που δε θέλω και πολύ...
Καταλαβαίνεις!
Γι'αυτό σου λέω...
Χέστα.........φέρε μου συνδετήρες να τσακωθώ, φέρε μου ποστ ιτ και ημερολόγια να τη πληρώσουν γιατί πάλι εφιάλτες θα βλέπω το βράδυ και δε θα ξέρω γιατί.
Που ξέρω δηλαδή...πολύ καλά!

...................


Βασικά για να λέμε την πάσα αλήθεια.....μια αγκαλιά θέλω να σβήσουν όλα και να... είναι τελευταίες μέρες που δεν την έχω ε?
Ναι....ναι....

18.4.10


Μικρή την κυνήγησαν πριν καν προλάβει να μάθει να τρέχει.
Την έκαναν να σωπάσει πριν καν μάθει να μιλάει.
Έχει ένα σημάδι στο δεξιό πλευρό.
Το σημάδι που επιβεβαιώνει τη σιωπή της.
Τότε τη γνώρισε πρώτη φορά.
Και πολλές πολλές φορές μετά...
Έμαθε να σωπαίνει ξανά και ξανά.
Για να μη ξεχάσει ποτέ.
Και δεν ξεχνάει.Τίποτα.Από τότε.

Βγήκε στη μικρή της αυλή.

Η νύχτα είναι θυμωμένη απόψε.
Φυσάει και τα δάχτυλα ίσα που κρατάνε το τσιγάρο .
Θέλει να κάτσει έξω όμως, δε θέλει να μπει στο σπίτι.
Δε θέλει να κοιμηθεί ..έτσι.
Κάθεται ήρεμη στην καρέκλα της και αναρωτιέται...πόσο ωραία είναι να μην είσαι μόνος.
Πόσο δεν της λείπει ο θυμός όταν χάνεται.
Πόσο της λείπει αυτός που μπορεί και τον νικάει.

Τελικά...

Τη στιγμή που σταματάς να τρέχεις νιώθεις ....παράξενος.
Νιώθεις φοβισμένος, απροστάτευτος και γυμνός.
'Η απλά τότε καταλαβαίνεις πως ποτέ δεν είχες όπλα.
Πως ποτέ δε πολέμησες σημάδια και σιωπές.
Τα άφηνες πίσω μόνο κάνοντας αυτό που ξέρεις και θυμάσαι.
Αυτό που δε ξεχνάς ποτέ ...

Σήκωσε το τηλέφωνο.

"-Ακούς? Θέλω ζεστασιά απόψε.
Θέλω δάχτυλα που θα καλύψουν το σημάδι στο δεξί πλευρό.
Ανάσα που θα γίνει σιγά σιγά το μόνο πράγμα που θυμάμαι.
Το μόνο πράγμα απ΄το οποίο δε χρειάζεται να τρέξω μακριά...

Να κοιμηθώ χαμογελαστή θέλω...
Γιατί γίνεται και...το θυμάμαι!"

15.4.10

Αγχώνομαι...(μετακόμιση vol.1)


Και είναι γνωστό ότι όταν αγχώνομαι κάνω τα πάντα σκατά!
Πρέπει να πακετάρω, να τυλίξω, να δέσω, να λύσω, να ομαδοποιήσω, να σηκώσω, να μεταφέρω, να...να..ναααααααααααααααααααααα
Να ρε!
Χέστε με!
Δε μπορώ ένα τόσο δα κοριτσάκι (..περίπου) να τα κάνω όλα αυτά.
Μπορώ δηλαδή και θα τα κάνω αλλά ΟΧΙ ΧΩΡΙΣ ΑΓΧΟΣ!!!!
ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ!!!!
Πόσοι έχετε κάνει μετακόμιση?
Πείτε μου ότι σας κατεβαίνει από το πως να μεταφέρω το ψυγείο μέχρι το πως να τυλίξω τα μαχαιροπίρουνα! Θα σας ακούσω λέμε γιατί το κεφάλι μου έχει γίνει κουρκούτι και ενώ πρέπει να πάρω μπρος κάθομαι σε ένα καναπέ και κοιτάω τον απέναντι τοίχο.
Χθες τον κοίταγα κανα τρίωρο.
Δεν έγινε τίποτα μαγικό ...απλά νύσταξα και πήγα για ύπνο!
Γι αυτό σας λέω...........ΔΩΣΤΕ ΚΑΜΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΛΕΜΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!
:P
ΥΓ. Παρόλα αυτά ....ΦΕΥΓΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ!!!!!!
ΟΛΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ

13.4.10

00:00


Δώδεκα η ώρα λένε βγαίνουν τα φαντάσματα.
Πότε όμως?
Ποια μέρα?
Χθες.
Τα δικά μου.
Γέμισαν το μυαλό μου με τους ήχους απ΄τις αλυσίδες τους και σταμάτησα να ακούω.
Περπατούσαν μέσα στα μάτια μου και σταμάτησα να βλέπω.
Με φόβισαν και έβγαλα νύχια και μαζεύτηκα.

Είμαι 33 και φοβάμαι ΑΥΤΑ τα φαντάσματα... γελοίο δεν είναι?
Είναι 33 κι ακόμα με κυνηγάνε.

Σήμερα που γύρισα σπίτι έβαλα τη σκιά μου να κοιμηθεί στον καναπέ και έκατσα και της μιλούσα για να μη νιώσω μόνη μου.
Για να μη κάνω το ρολόι μου να χτυπήσει Δώδεκα.
Να μη βγουν.

Διάβασα κάπου αυτά που θέλω να σου πω.
Θα καταλάβεις.
Όπως καταλαβαίνω τώρα πια και εγώ πως είναι όλα μέσα μου φαντάσματα.
Δικά μου. Παλιά και σκονισμένα.
Υπομονή μέχρι να ξαναπάει Δώδεκα.
Τότε ...πρόλαβε με...πάρε με αγκαλιά
και εγώ θα τα παλέψω.

Άκου...
"(…) Έτσι θα είμαι.
Άνθρωπος, όπως με θες.
Ενήλικος.
Να μου λες πως όλα τα μπορώ και να μην είναι λάγνο ψέμα. Μια μικρή Ινδία μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Τυλιγμένη στο λευκό σεντόνι μου, οκλαδόν στο χαλάκι μου. Θα κάτσω εκεί. Να διαλογιστώ. Να αγαπήσω δίκαια.
Να πεινάσω.
Μέχρι να φύγουν οι Άγγλοι. Μέχρι να φύγουν οι δαίμονες. Με μια λευκή σημαία.
Με λίγες σκέψεις παραπάνω. Παγιωμένες.

Αν είσαι πραγματικά δυνατός, τίποτα δεν έχω να φοβηθώ.
Αν είσαι πραγματικά εδώ και είμαι και εγώ δυνατή, δίκιο έχεις, όλα τα μπορώ...
Σαββατογενημένη -Μ.Κάραλη

12.4.10

En negrita (2)



Για λίγο...

Θα αποφασίσω να μην ακούω ένα τραγούδι όταν βυθίζομαι μόνη σε νερό.
Θα θυμίζουν τα σεντόνια μου, το βράδυ, ένα χορό.

Θα χάνομαι όταν βλέπω τον ουρανό απ'το μπαλκόνι μου.
Θα χαμογελάς όταν βλέπεις τον καπνό σου να καταφέρνει να γεμίσει ένα δωμάτιο.

Θα γίνουν ρίζες κάποια κλαδιά σου μέσα μου.
Θα σου αφήσουν μικρά σημάδια τα δικά μου.

Κι ύστερα πάλι...

Θα σου ψιθυρίζω στο αυτί τη νύχτα.
Θα με αγκαλιάζεις για να κοιμηθώ.

Θα γελάς όταν τρομάζω.
Θα κρατάω το γέλιο σου μέσα μου για αυτά που με τρομάζουν πραγματικά.

Η μέρα θα ξεκινάει με ένα φιλί.
Η νύχτα θα γεμίζει με ανάσες.

Ώσπου...

Ο φόβος δεν θα αφήσει ξανά γυμνούς πολεμιστές.

Θα γίνουμε ζωγραφιές ο ένας του άλλου.
Στο σώμα και στο μυαλό.

Αυτές που φτιάξαμε ο ένας για τον άλλο.
Αυτές που χαράξαμε τελικά ο ένας μέσα στον άλλο...

29.3.10

Μπερδεμένα πράγματα..
Έφτιαξα μακαρόνια χθες και τα κοιτάω και βλέπω σχοινιά κομμένα που δε πρόκειται να γίνουν ποτέ ξανά σχοινιά.
Σαν μέσα στο μυαλό μου.
Πως έγινα αυτό που είμαι σήμερα ρε ξέρεις?
Με πήρε τηλέφωνο η μαμά μου και μου είπε.
Αμέ...
Και με έκανε να στριφογυρίζω μέσα μου βρίζοντας και να κοπανιέμαι στη σκιά μου πάλι.
Δυο συμπεράσματα κοφτά και ένα καληνύχτα.
Γαμημένα τηλέφωνα το έχω ξαναπεί.
Πως γέμισε η σελίδα αριστερά μου και κάθομαι μόνη μου δεξιά, στη μπλε γραμμή μου πάνω βλέποντας όλα αυτά τα γραμματάκια να γελάνε μεταξύ τους, να φτιάχνουν αρχές και συνέχειες και κανένα τέλος?
Μπράβο σας ρε..
Τι άλλο να πω.
Χαίρομαι για κάθε ένα από εσάς και όμως κάπου μέσα μου λυπάμαι.
Εγωιστικά και πικρόχολα, λυπάμαι.
Κάποιο σχοινί δε κόπηκε ακόμα μάλλον.
Έτσι με φτιάξανε λέει. Μπορεί και να κοπεί λέει..
Υπάρχουν πιθανότητες.
Να μια ωραία λέξη να βάλω κάτω απ΄τη γραμμή που κάθομαι.
Να ακουμπάω πάνω της τα πόδια μου και να ξεκουράζομαι.
Να τη τυλίξω και με μικρά λαμπιόνια να ανάβουν το βράδυ που κοιμάμαι.
Να φωνάξω τη μαμά μου να τα δεί.
Να φαίνονται όλες οι γραμμές μετά τη δική μου σαν μια τεράστια διαδρομή με φωτεινές πιθανότητες.
Όχι σαν μακαρόνια που μόλις περπατήσω πάνω τους θα τα κάνω κομμένα μπερδεμένα σχοινιά.
Τι είμαι ρε?
Τι τρόπος είναι αυτός να κοιτάς τη σελίδα σου?
Φέρε μου τον καπνό μου να την καπνίσω τη σελίδα ρε.
Φέρε μου τη μουστάρδα απ'το ψυγείο να κάνω έναν ήλιο πάνω και να τα γαμήσω όλα.
Κι άσε να λένε πως δε κανπνίζεται η σελίδα, άσε να λένε πως μόνο οι μαρκαδόροι φτιάχνουν ήλιους.
Εγώ είμαι αλλιώς τι να σου πω...
Φταίει που γέμισε η σελίδα τους και στριμώχτηκα στη δική μου.
Φταίει που περιμένω άδικα αυτοί που τους ανήκω να καταλάβουν πως δε μ'άρεσαν ποτέ οι σελίδες με γραμμές.
Φταίει που σκέφτομαι πολύ ...πολλά..έξω από εμένα.



Και που βαρέθηκα πια τα γαμημένα μακαρόνια......

25.3.10


Κάτσε, περίμενε να στο εξηγήσω να δούμε αν θα το καταλάβεις...
Ήταν μια μέρα που δεν είχε αριθμό. Κάπου στο προχθές μου.
Νομίζω πως δεν υπάρχει καν στο ημερολόγιο και έτσι δε θα μπορέσει να τη σβήσει και κανείς.
Είχε χρώματα πιο έντονα απ΄τις άλλες και ήταν τόσο ζεστή όσο έπρεπε για να φοράς κοντομάνικο και να μη φοβάσαι να κρυώσεις.
Να φοράς μια αγκαλιά και να μη φοβάσαι γενικότερα.
Είχε δυο καφέδες σε σιδερένιο τραπεζάκι. Χίλιους ανθρώπους γύρω και κανέναν ανάμεσα.
Απολύτως κανένα..
Είχε χαμόγελα αμήχανα και βλέμματα πίσω από μαύρα γυαλιά.
Είχε λέξεις που δε χρειάστηκαν μαύρα γυαλιά για να κρυφτούν.
Το άρωμά της ήταν μανταρίνι και έκανε τα δάχτυλα να κολλάνε.
Το δέρμα να κολλάει.
Τα γέλια να ακούγονται μέσα στη νύχτα και να ξυπνάνε όποιον προσπάθησε να κοιμηθεί σε μια δική του νύχτα χωρίς άρωμα.
Όμορφη
Πολύ.
Τόσο όμορφη που οι φωνές που κατοικούν μες στα μυαλά εκείνων που κάποτε γδάρθηκαν με όλους τους τρόπους, σταμάτησαν να ακούγονται.
Λες και δεν υπήρξαν ποτέ.
Λες και φοβήθηκαν για μια φορά και έκαναν πίσω.
Μια φορά. Για αυτούς.
....
Κατάλαβες τίποτα?
....
Πως να στο πω αλλιώς ρε..
Η ημέρα αυτή αν είχε όνομα, νομίζω θα ήταν Ευτυχία.
Μπορεί να άργησε να με διαλέξει για να πιούμε έναν καφέ αλλά αφού ήρθε και την έζησα, κρατάω τη γεύση της πάνω στα χείλη μου και τη συγχωρώ...

16.3.10

Εκείνο το απόγευμα που ο ουρανός έγινε μωβ και φυσούσε.
Τότε...
Το καφέ στο Κουμ-Καπί ήταν άδειο. Μόνο αυτός ο λυπημένος σκύλος ήρθε κι έκατσε ακριβώς κάτω απ΄τα πόδια μου. Είχε κάτι πράσινα μάτια που νόμιζες οτι αν τα κοιτάξεις για ώρα θα στάξουν λίγο λίγο μπροστά σου όλα όσα θέλει να πει και δε ξέρει το τρόπο.
Τον ερωτεύτηκα απ΄την πρώτη ματιά νομίζω.
Απλά γιατί τον "γνώρισα".
Γιατί δε με φοβήθηκε...όσο "άλλη" κι αν του φαινόμουν.
Γιατί δεν τον φοβήθηκα όσο επίμονα κι αν με κοιτούσε.
Ήρθε ο καφές και του έδωσα το κουλουράκι μου.
Με κοίταξε ώρα...μύρισε τον αέρα γύρω απ΄το χέρι μου και ύστερα πήρε το κουλουράκι ήρεμα και αργά.
Άνοιξα το σημειωματάριό μου να γράψω.
Είχα μέσα μου πολλά όλο το καλοκαίρι και είχα αποφασίσει να μη τα μοιραστώ με κανέναν.
Για άλλη μια φορά θα τα ακουμπούσα σε λευκά χαρτιά και θα τα έδενα σφιχτά με ένα δερματάκι.
Ένιωσα την παρέα μου να μου σκουντάει απαλά τη γάμπα.
Του χάιδεψα τη μουσούδα και για λίγο έκλεισε τα μάτια.
Ακουγόταν μόνο η θάλασσα που χτυπούσε τα βράχια και ο αέρας που σφύριζε ανάμεσα στα ανοιχτά παράθυρα.
Θεέ μου, με ηρέμησε τόσο πολύ αυτή η στιγμή.
Το να μη λέω τίποτα. Να μη πρέπει να εξηγήσω.
Κοίταξα το σημειωματάριό μου και ξαφνικά όλα ήταν απίστευτα ηλίθια.
Όλα.
Ο θυμός, τα σχέδια, οι αποφάσεις μου.
Λέξεις ήταν που δεν ήθελα καν να δω να σχηματίζονται μπροστά μου.
Να τις ξεχάσω ήθελα κάτω από το μωβ ουρανό αυτής της πόλης από άμμο.

Πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ένα απόγευμα.

Πόσο μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον που απλά σε εμπιστεύτηκε...
Και τι ωραίο που είναι καμιά φορά τα λόγια να μένουν σφιχτά δεμένα σε χαρτιά και
να φτάνει για να διώξει όλους σου τους φόβους, ένα ήρεμο βλέμμα και ένα χάδι.




13.3.10



Μάλιστα...
Ακούω...
Μια ζωή ακούω και υπακούω.
Έχω φτιάξει ωραιότατα αγκάθια στις άκρες της γλώσσας μου, στα πλάγια του μυαλού μου και στην σκιά του μέσα μου για όσους πλησιάσουν.
Για εκείνους που θα με πάρουν απ΄το χέρι να με πάνε εκεί που απαγορεύεται.
Και μέχρι τώρα ήμουν "τυχερή".
Κανένας δε μπόρεσε να τα περάσει.
Ούτε ένας.
Χωρίς να πληγωθεί.
Χωρίς να με κάνει να πληγωθώ και εγώ μαζί του.
Γιατί σκοπός δεν είναι να με σύρεις έξω γαμώτο μου.
Σκοπός είναι να με κάνεις να τα κάψω.
Μόνη μου.
Να τα μαζέψω όλα ένα ένα και να τους βάλω εγώ φωτιά.
Να κάψω ότι με κρατάει και να κοιμηθώ στις στάχτες πάνω.
Να έρθει το πρωί και να είμαι μαύρη για τελευταία μου φορά.
...
Είναι μέρες τώρα που περπατάω μες στο μυαλό μου.
Είναι νύχτες που ξεκολλάω από πάνω μου κομμάτια παλιά και τα καρφώνω στα αγκάθια γύρω. Να θυμάμαι πως σιγά σιγά με ξεπερνάω.
Με νικάω.
Μόνη μου.
Είναι στιγμές που σκέφτομαι πιο πολλά απ' όσα ξέρω να πω με λέξεις.
Για εκείνες τις στιγμές νομίζω πως υπάρχω.
Για τις μικρές φωτιές που νιώθω μέσα μου.
...
Κι ύστερα είναι και το Τώρα.
Τώρα...
Θέλω ότι έχεις.
Με σκέψεις, με λέξεις, με ψιθύρους, με βλέμματα...με ότι είμαι.
Θέλω να βγω από μέσα μου για όσο.
Να μη κοιτάξω πίσω μου ούτε μια φορά.
Να ανάψω μια φωτιά να καίει όλη νύχτα.
Μου φτάνει απόψε να μυρίσω τον καπνό.

....Κι ας είμαι μόνη μου.

5.3.10


Κάτσε τώρα γιατί έμαθα ένα νέο και φόρτωσα.
Ήπια μια γουλιά καφέ και έστριψα ένα τσιγάρο για να προλάβω να το επεξεργαστώ καλύτερα.
Είναι νέα μέθοδος αυτή που προσπαθώ να εφαρμόσω ως μέτρο διαχείρισης θυμού. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες άλλες απλώς πίνω περισσότερο καφέ και μπαφιάζω στο τσιγάρο.
Χμμμμ...
Τελικά ξέρεις τι καταλαβαίνω?
Με εμένα θύμωσα και όχι με τον κακομοίρη που μου τηλεφώνησε.
Περπατάω σαν μαλάκας εδώ και καιρό σε ένα γαμημένο δρόμο που δε βγάζει πουθενά. Και δε βγάζει πουθενά γιατί εγώ η ηλίθια κάθε τρεις και πέντε στρίβω σε καινούργιο παρακλάδι του και αλλάζω κατευθύνσεις. Γιατί δεν έχω αποφασίσει που θέλω να πάω, αν θέλω να πάω.
Και πες εσύ ρε..έχεις αποφασίσει που σκατά πας?
Αυτός ξέρει λέει. Εγώ κάποτε ήξερα και μετά κατάλαβα ότι απλά φοβόμουν και έλεγα ψέμματα ακόμα και σε εμένα και τώρα που μάλλον ξέρω δε παραδέχομαι την αλήθεια γιατί νομίζω πως δεν έχει άλλο δρόμο μπροστά. Τέλος τα παρακλάδια μάγκα μου και δεν είμαι έτοιμη να το αποδεχθώ.
Ξαφνικά μοιάζουν όλα δεμένα σε ένα τεράστιο φθαρμένο ιμάντα. Σε κάθε του κλωστή κρέμεται και ένας άνθρωπος που γνωρίζω και νομίζει πως αυτή είναι η ζωή του και ξέρει λέει πως αυτός τη διάλεξε. Κι εγώ που σκατά είμαι ρε?
Εγώ που κρέμομαι? Δίπλα σε τι? Μακριά από ποιον και για ποιο λόγο?
Θα είμαι πάντα εγώ και η κλωστή μου? Κι αν ναι..είναι γιατί εγώ το διάλεξα? Είναι γιατί ήξερα πάντα πως αυτό υπάρχει για μένα? Μήπως απλά το προκάλεσα από φόβο. Μήπως από υποκρισία στον ίδιο μου τον εαυτό? Άγνοια? Μαλακία?
Ναι ....ατελείωτη μαλακία...αυτό είναι.
Λάθη ατελείωτα, δικά μου και δικά σου και του διπλανού και του κόσμου όλου.
Δε με νοιάζει πια.
Ας περπατάει ο κάθε ένας όπου γουστάρει. Ας έρθει μπροστά μου ότι είναι να' ρθει κι ας μείνω να κρέμομαι σε μια κλωστή αν αυτό είναι που πρέπει..
Κι όποιος με ρωτήσει ξανά που πάω...θα του πω να ρίξει μια ματιά στα πόδια μου. Αν τα βλέπει ακόμα, αν είναι ακόμα στη θέση τους τότε...πάω..απλά...όσο μπορώ και όπου φτάσω.
Άντε γαμίδια......
Τίποτα...κι άλλο τσιγάρο γιατί δε βλέπω να γίνεται δουλειά. Μισό να στρίψω και επανέρχομαι...

25.2.10

----------------------------------------------------


έφτασε μια στιγμή να φοβηθώ...



Όσο κι αν τρέχω από εμένα..

μέσα μου θα είμαι πάντα εγώ.


....θα είμαι πάντα εγώ?

22.2.10

. . .


Άναψε κεριά στην κρεβατοκάμαρα. Λευκά κεριά που μύριζαν βανίλια.
Έβαλε ζεστό νερό στη μπανιέρα και το αγαπημένο της αφρόλουτρο.
Λευκά όλα.
Άλλαξε τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες. Κόκκινο και πορτοκαλί.
Διάλεξε ένα μαύρο δαντελένιο σορτσάκι και ένα μαύρο φανελάκι.
Παλιό αλλά αγαπημένο.
Πήγε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Τα μάτια της ήταν ...
Kαμιά φορά οι λέξεις δε φτάνουν για να περιγράψεις αυτά που βλέπεις μέσα στα μάτια των ανθρώπων.
Μπροστά της αφρός λευκός και ζεστό νερό..σχεδόν σαν μια αγκαλιά.
Γύρισε το κεφάλι και μπήκε αργά μέσα.
Έκατσε εκεί για ώρα με σιγανή μουσική να ακούγεται απ΄το σαλόνι.
Σκεφτηκε τι θα έλεγε, τι θα της έλεγε...πώς θα ήταν να τη φιλούσε και πόσο πολύ θέλει να τον αγγίξει.
Σκέψεις πάνω από πολύχρωμες φούσκες σαπουνιού.
Σιωπή σε καυτό νερό.

...

Ο αφρός άρχισε να μικραίνει ώσπου χάθηκε.
Βγήκε γυμνή απ΄το μπάνιο στάζοντας σε όλη τη διαδρομή ως την κρεβατοκάμαρα.
Εκεί είχε έναν ολόσωμο καθρέφτη.
Αυτή τη φορά προσπάθησε να αποφύγει να κοιτάξει μέσα στα μάτια της. Άπλωσε κρέμα στην κοιλιά, το στήθος και τα πόδια της..
Ξάπλωσε για λίγο στο κρεβάτι και χίλιες εικόνες πέρασαν από πάνω της.
Παντού.
Η μουσική συνέχισε να παίζει αλλά δεν έφτανε στα αυτιά της πια.
Τα μάτια της άρχισαν να καίνε.
Ολόκληρη άρχισε να καίει...
Το δέρμα κάποιες φορές προδίδει...
Έσβησε το φως και ξάπλωσε πάνω απ΄το πάπλωμα κοιτώντας τη φλόγα των κεριών.
Τις σκιές στον τοίχο.
Σκιές που γλιστρούσαν στο απαλό της δέρμα και έφταναν μέχρι μέσα της.
Ασπρόμαυρα δάχτυλα ανακάτευαν τα μαλλιά της και ζέσταιναν ένα σημάδι που είχε δεξιά στο λαιμό της.
Ήξερε τι χρώμα έχουν τα μάτια της αυτή τη στιγμή.
Ήξερε πως σε λίγο θα έχει το ίδιο χρώμα ολόκληρη...
Αυτό που έχει ο ουρανός πριν βρέξει.
Που έχει ένα σκονισμένο σπίτι κλειστό για καιρό και μια φωτογραφία που πήρε πολύ φως και δε δείχνει τίποτα πια.
Το χρώμα της σιωπής που βράζει, της ακινησίας.
Ενός άδειου χεριού.
Έσβησε ένα ένα τα κεριά και μια συνεχόμενη γραμμή καπνού άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω.
Μια μικρή γραμμούλα εξασθενημένου λευκού μέσα στο απόλυτο μαύρο.
Αρωματισμένη αρχή για άλλη μια νύχτα.
Αρχή για
γκρίζα όνειρα με μυρωδιές βανίλιας μέσα σε ένα γνώριμο σκοτάδι.


17.2.10


Χίλιες φορές ξεκίνησα να γράψω και χίλιες φορές τα έσβησα όλα..

Όταν ήμασταν μικρές με την αδερφή μου, κάθε φορά που η μαμά έμπαινε στο δωμάτιό μας και το έβρισκε ακατάστατο υπήρχε μια φράση που έλεγε η οποία για σήμερα είναι ότι είμαι και δεν είμαι...
"Ανακατεμένος ο ερχόμενος"
Έτσι έλεγε και ούρλιαζε μετά μέχρι να σηκωθεί και να αρχίσει να μαζεύει η εξής μία...ΕΓΩ!
Νομίζω λοιπόν πως αυτή τη στιγμή όποια σκέψη προσπαθήσει να μπει στο μυαλό μου θα βρει γραμμένη με άσπρη κιμωλία στο μαυροπίνακα που κρέμεται στην ξύλινη πόρτα της εισόδου αυτή ακριβώς τη φράση.
Μέσα μου γίνεται του χαμού...απόψε δε χωράω τίποτα άλλο.

Πήρα τηλέφωνο που λες...

Η συνομιλία ξεκίνησε ως εξής:
-Καλημέρα σας...
-Α!Καλημέρα !!!! (πολύ κεφάτη η φωνή στην άλλη άκρη και έμεινα λίγο μαλάκας!) Σας έχω ευχάριστα και μόλις έκανα την κοινοποίηση του εγγράφου στη διεύθυνσή σας για να τα μάθετε!
................(ΜΑΛΑΚΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ!!!!!)

Από εκείνη τη στιγμή είμαι ...."Ανακατεμένος ο ερχόμενος"!

Να ξεκινήσω το πακετάρισμα ή είναι νωρίς?
Να φτιάξω ένα σχέδιο δράσης?
Ένα πλάνο για το πως θα χωριστούν οι κούτες....χμμμ..έχω πολλά παπούτσια...χμμ και cd...χμμ...και ....κούτες? Δεν έχω καμία. Και κατσαβίδια δεν έχω, ούτε σφυρί έχω...βασικά εργαλεία δεν έχω αλλά έχω καλλυντικά βοηθάει? Να μου πεις, παίζει να ξεβιδώσεις το κρεβάτι με τη μάσκαρα? Μπα...
Εεε.....χμμμ...

Να σου πω την αλήθεια..

Τέσσερα χρόνια μάζεψα στο μυαλό μου ένα κάρο μαλακίες. Ξεκρέμασα από μέσα μου φωτογραφίες, έκλεισα ολόκληρα δωμάτια και μου άφησα λίγο χώρο για να αναπνέω μόνη μου. Τίποτα παραπάνω. Και περπατούσα πέρα δώθε εκείνο το λίγο χώρο σαν τους φυλακισμένους και έλεγα πως τα καταφέρνω.
Τώρα ...σήμερα...για λίγο...μούδιασα. Αλήθεια σου λέω.
Έβαλα ένα ποτό στο ποτήρι μου, βγήκα στο μπαλκόνι με το τσιγάρο μου και πήρα μια βαθιά ανάσα.
Μπράβο μου!
Άντεξα πούστη μου ....
Ναι, μπράβο ΜΟΥ...γιατί δε ξέρεις.
Σήμερα θα σου πω...
Είμαι ένας χέστης άνθρωπος. Άσε τι λέω. Άσε τους τσαμπουκάδες και τα μπινελίκια. Εδώ μιλάμε για το τέρμα της διαδρομής, όχι για τα αξιοθέατα που βλέπει όποιος με πάει μια βόλτα.
Άμα δεν έχω τοίχο πίσω μου φίλε το βουλώνω και κάθομαι με την ουρά στα σκέλια στη γωνία του μυαλού μου. Στη μούγκα.
Αυτό είμαι.
Τοίχος για μένα είναι όσοι αγαπάω. Και ήρθα που λες εδώ και κάποια στιγμή πίσω μου άρχισε να μπάζει και ...χέστηκα. Αυτό έκανα. Γύρισα το μέσα μου έξω και έβαλα το κεφάλι βαθιά στα άντερά μου να μην ακούω τίποτα. Να μη βλέπω κανέναν.
Τα έκανα χάλια ένα εκατομμύριο φορές...ξέφυγα, μπερδεύτηκα, πνίγηκα, έπεσα. Γαμώ!
Και εις το πηλίκο?
Ευτυχώς όχι μηδέν ρε φίλε!
Ευτυχώς έμεινα εγώ ολόκληρη εις το πηλίκο....
Και όλα ήταν μια παρένθεση.
Λοιπόν...
Γαμώ την γαμημένη παρένθεση στη ζωή μου.
Γαμώ τις σιωπές και τις σκιές όλων των χρόνων με τον εαυτό μου.
Γαμώ τον πανικό που έχω φάει.
Γαμώ τον κανένα που έχω εδώ και δε χάρηκε που θα φύγω.
Γαμώ απόψε φίλε μου!
Αμε...

Γαμώ και δέρνω.
Και μέχρι να σηκωθώ να συμμαζέψω το κεφάλι μου...
Στην υγειά μου!

ΥΓ. Και για να μη ξεχνιόμαστε, η ουσία είναι μία.....R U READY FOR ME????
;PPpPppPppPppPp

5.2.10

Silence calling...


-Καλημέρα ρε..
Θα σου ρίξω ένα χαμόγελο να κρέμεται απ΄τα αυτιά σου.
Θα μου ρίξεις και εσύ ένα γιατί το έχεις πάνω σου.
Όλα καλά?
Θα σουφρώσω τα φρύδια μου για να δώσω έμφαση στην ερώτησή μου. Άραγε φαίνεται αυτό στη φωνή μου? Νοιάζομαι..ακούγεται?
-Εντάξει.
Θα κοιτάξεις αλλού.
…………………
Θα σου πω για τη μέρα μου, για χίλιες δυο ανούσιες μαλακίες και θα γελάω όπου με πονάει πιο πολύ για να μη προδοθώ.
…………………
Θα κάνεις πως με ακούς αν και ξέρω πως έχεις άλλα στο κεφάλι σου. Πολλά.
Δεν πειράζει.
…………………
Θα σε ακούσω γιατί είναι σαν να σε έχω αγκαλιά.
Θα σε κάνω να με πειράξεις.
Θα με κάνεις να γελάσω.
-Θα τα πούμε.
Θα κάνω πως δε με νοιάζει και πολύ, θα θυμηθώ πως νιώθω κάθε φορά που ακούω αυτή την πρόταση στο μετρό.
-Ναι τα λέμε.
Θα ανάψω τσιγάρο και δε θα ξέρω τι σκέφτεσαι.
Ποτέ δε ξέρω τι σκέφτεσαι.
Θα θυμηθώ πως αυτό αποφασίζω κάθε φορά που βλέπω την πλάτη σου.

Έτσι θα φύγει η μέρα.
Με μια αληθινή καλημέρα και μισόλογα πίσω από χρωματιστές προτάσεις.


Καλημέρα ρε..
Μου έλειψες και θέλω να σε δώ.
Κοιμήθηκα χθές πάλι μόνη μου και ήθελα το πρωί να ξυπνήσω μαζί σου.
Σερνόταν η Παρασκευή στα μούτρα μου και θυμήθηκα μια Κυριακή.
Χαμογελούσα όλη μέρα με αυτή την ανάμνηση.
Φοβάμαι σήμερα γιατί περιμένω το αύριο.
Θες να κάτσουμε σπίτι να το περιμένουμε μαζί?
Θες να με κάνεις να κοιμηθώ πάνω σου και να το ξεχάσω?
Θες να υπάρχεις χωρίς να είσαι εδώ?

Όλα θα στα πώ αφού κλείσω το τηλέφωνο.
Και δε θα με ακούσει κανείς.
Για να μιλήσουμε μια άλλη μέρα και να με κάνεις να δω την πλάτη σου ξανά.

4.2.10

Τσικνο-Πέμπτη και στ'α@@@..μας!



Έχουν ξεσκιστεί απ΄το πρωί να παίρνουν τηλέφωνα για τραπέζια, ταβέρνες, συνταγές, τι θα βάλουν, τι θα πιούν, πόσοι θα' ναι, ποιοι θα' ναι....
Σιγάααααααα ρεεεεεεεεεεεεεεε μη σπρώχνεστε! Μια γαμημένη μέρα είναι. Χθες δε φάγατε? Αύριο δε θα φάτε? Δηλαδή τι? Δηλαδή πόσο?
Αμάν πια................
Ένα κωλονούμερο θέλω να υπολογίσω και το γυροφέρνω τόση ώρα γιατί όλο και κάτι μου ξεφεύγει απ΄τη φασαρία και τις παπαριές που ακούω και αναλύω στο κεφάλι μου.
Ναι ρε....μόνο του γίνεται αυτό δε φταίω!
Όπου και να με βάλεις και ότι και να μου δώσεις να κάνω, εγώ θα ακούσω και τι λένε όλοι , θα δω και τι φοράνε και θα σου πω και πως μυρίζανε. Τι να κάνω τώρα? Να αλλάξω σήμερα μετά από τόσα χρόνια? Σιγά και μη!
Και ποτέ και κανένας φίλε.....και για κανένα λόγο επίσης!
Ποιος ξύπνησε στραβά?
Εγώ?
Τι λες ρε...
Καταρχάς ποιος είπε ότι κατάφερα να κοιμηθώ? Που είχε ο από πάνω αγώνα Pro πάλι και μαζεύτηκε το κακό συναπάντημα και κάθε τρεις ανάσες που έπαιρνα και έμπαινα σε sleep mode έβαζαν και ένα γκολ και πεταγόμουνα μαζί με τις μαξιλαροθήκες?
Που 4.30 είδα το ρολόι τελευταία φορά και 6.35 χτύπησε το γαμίδι το κινητό του για να ξυπνήσει? Πως ζει ρε?
Μήπως είναι βρικόλακας?
Πολύ κοντός βρικόλακας πάντως.
Άσε που αυτό συμβαίνει από την Κυριακή e v e r y fucking day!!! Αλλάζει μόνο ο λόγος της φασαρίας.
Κυριακή -γκόμενα
Δευτέρα -καθαριότητα στις 2.30 τη νύχτα από τη γκόμενα
Τρίτη- sleepover τύπου ο οποίος όλη νύχτα έλεγε παπαριές απ΄το σαλόνι που κοιμόταν και λυνόταν στο γέλιο ο δικός μου από την κρεβατοκάμαρα. Που να άκουγα και τον άλλο να γελάσω και εγώ, να πω ...μμμμμμμμ ωραία πέρασα ρε φίλε!
Τετάρτη χθες δηλαδή-παπαρόφιλοι και Pro
Ασιχτήρ γαμώ τις πολυκατοικίες, την αναισθησία, τη μαλακία που δέρνει όλο τον κόσμο, τα νεύρα μου και
ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΛΕΩ!!!!!!!!!!!!

ΥΓ.Δε δουλεύω ρε..κωλοβαράω γιατί είναι Τσικνο-Πέμπτη και είμαι χορτοφάγος! ΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΣΤ!!!!

31.1.10



-Η ροδιά μεγάλωσε...και φύτεψαν λουλούδια εκεί που ήταν η κούνια.
Και η πόρτα με το καμπανάκι..
-Δε θέλω να ξέρω...κλείνω έχω δουλειά.

Ο διάλογος στριφογυρνούσε στο μυαλό της. Είχε κανονίσει ποτό με συναδέλφους.
Οι σκέψεις έκαναν το δρόμο σύντομο και σε λίγο ήταν κιόλας μέσα στο μαγαζί και έπινε την πρώτη γουλιά απ΄το αλκοόλ που απόψε είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Κάποιος άνοιξε κουβέντα. Δε πήρε μέρος, συνέχισε να πίνει.
Σε λίγο άρχισαν συζητήσεις για σπίτια και μωρά, φωτογραφίες από κινητά και γελοία γλυκόλογα μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται τόσο όσο χρειάζεται για να είναι τα λόγια τους απολύτως κενά και ψεύτικα. Αναρωτήθηκε πόσο πρέπει να πιει ακόμα για να μην ανακατεύεται απ΄τις φάτσες και τις φωνές τους.
Η κουβέντα έγινε πειράγματα μεταξύ ανθρώπων που απλά θέλουν να γαμηθούν και κρύβονται σε σκοτεινά μπαρ γιατί δεν έχουν τα κότσια να το παραδεχθούν. Καλοπιάσματα μεταξύ κολλητών και αγκαλιές μεταξύ αδερφών.
Συνέχισε να μη μιλάει. Σκέφτηκε πως αν δεν είχε ανάγκη να πιει απόψε θα μπορούσε να βγει με το στόμα ραμμένο και τίποτα δε θα άλλαζε. Δε θα υπήρχε καμία απολύτως διαφορά στην εξέλιξη της νύχτας της...
Ξαφνικά οι ήχοι μπερδεύτηκαν και το δωμάτιο έγινε υπερβολικά στενό. Λες και τραβήχτηκε προς τα πίσω και σκοτείνιασε. Τα πρόσωπα όλων έγιναν θολά και μπορούσε να δει μόνο στόματα γύρω. Αμέτρητα στόματα που μιλούσαν ατελείωτα σε μια ξένη γλώσσα.
Ξένοι....
Επιτέλους το αλκοόλ έκανε τη δουλειά του.
Σηκώθηκε, χαιρέτησε και έφυγε.
Προσπάθησαν καναδυό να την κρατήσουν, με αυτά τα "καικαλάνοιάζομαιγιασένα" λόγια τους αλλά το μυαλό της είχε κλειδώσει από ώρα για όλα...
Βρέθηκε γρήγορα στο πίσω δρομάκι. Αυτό που πάει κατευθείαν σπίτι.
Σπίτι..
Όχι εκείνο με τη ροδιά... Όχι..
Τελικά το τι σημαίνει μια λέξη για κάποιον είναι σχετικό. Σπίτι, οικογένεια, έρωτας, αγάπη...Όταν αλλάζει ο ορισμός της ίδιας λέξης χίλιες φορές, τότε πια γίνεται σχετική.
Προτιμάς να μη τη λες, να μην την ακούς καν... Προτιμάς να κάνεις ησυχία και να περιμένεις να τη νιώσεις. Να φτάσει στη ψυχή σου μέσα και ..
Χαμογέλασε.
Η νύχτα ήταν προχωρημένη και έπιασε να βρέχει.
Βροχή στα μάγουλα λοιπόν και αέρας μέσα της.
Αέρας κρύος... αυτός που βασιλεύει στο κενό.
Ο ήχος απ΄τα τακούνια της ήταν η μόνη απόδειξη πως περπατούσε.
Κρίμα που δεν έχει ήχο η ίδια η ζωή να ξέρεις οτι υπάρχεις.
Καμιά φορά είναι μεγάλη η ανάγκη να υπάρχεις.
Τα μάτια της βράχηκαν απ΄τις ψιχάλες...ή απ΄το κενό.
Έφτασε.
Κοίταξε το όνομα στο κουδούνι και ...έστριψε ένα τσιγάρο.
Η νύχτα ολόκληρη μύριζε χώμα.
Σαν κήπος ενός παλιού σπιτιού.
Άλλη μια βόλτα στη βροχή..


Ακόμα και το κενό όταν βραχεί μυρίζει χώμα....

28.1.10

ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ!!!!!!!


Θα σκάσω!!!
Όχι δε θα σκάσω..πήγα να σκάσω!!!!
Κάτσε να στα πω να ηρεμήσω γιατί τρέμω η καημένη σαν τη δόνηση του κινητού μου!
Ρε παιδί μου δεν είχα κέφια σήμερα (!) και πήγα μια βόλτα για καφέ. Γυρίζοντας λοιπόν και ενώ ήμουν εμφανώς σε καλύτερο φεγγάρι απ' όταν ξύπνησα .....ΜΠΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΠ!
Μου πετάγεται από ένα στενάκι μια μαλακομπουκωμένη η οποία με πήρε πρέφα αφού έπιασε το ΑBS μου και σταμάτησα 1 χιλιοστό απ΄τη μούρη της ενώ έφτιαχνε στον καθρέφτη τα μαλλιά της!
Να μη σου περιγράψω τι επακολούθησε...
Γενικότερα όταν βγώ εκτός εαυτού δεν είμαι και το καλύτερο δείγμα συμπεριφοράς. Όσοι με ξέρουν ...ξέρουν!!!!!
Κατέβασα όλο το σερβίτσιο της μάνας μου σε μπινελίκια και κατέβηκα και απ΄το αμάξι να τη χέσω από κοντά. Φτάνω δίπλα της και λέει..."Κοριτσάκι μου κοιτάμε που πάμε!".
Σε αυτή τη φάση λοιπόν πέφτει κουρτίνα μαύρη στο μάτι το δεξί γιατί στο αριστερό είχε πέσει απ΄την ώρα που έκλασα μέντα πως θα τρακάρω με το άθλιο δείγμα γυναίκας που είχα μπροστά μου. Και ενώ προφανώς ξεκινάω με το σκεπτικό να της απλώσω σε τραπεζομάντιλο τα άντερα μαζί με ότι τρίχα δε πρόλαβε να χτενίσει, εμφανίζεται από το πουθενά ένας ευγενέστατος μπατσούλης που έτυχε να είναι πίσω από εμένα την ώρα που έγινε το σκηνικό και απλά έκατσε στο πλάι να δει που θα το φτάσουμε....
Την ώρα λοιπόν που εγώ βρίζω όλα τα γήινα και εξωγήινα σε άπταιστα γαλλικά και η γκόμενα αντεπιτίθεται λέγοντας "είδες να έχω στοπ?"...ο μπατσούλης έρχεται, τον βλέπουμε μπλε, το βουλώνουμε και λέει :
"είναι ολοφάνερο ότι δε βγαίνουμε από στενό σε μεγάλο δρόμο χωρίς να σταματήσουμε να κοιτάξουμε, οπότε φύγε και άλλη φορά να προσέχεις!"
Μετά τα λόγια του μπλε εισαγγελέα πρέπει να έριξα καναδυο μπινελίκια ακόμα στα μουλωχτά και αφού έφυγε η γκόμενα με τη μούρη κρέας και εγώ δικαιώθηκα περίτρανα..(άσε που γλίτωσα και την τράκα!) άρχισα να κλαίγομαι στον ένστολο σωτήρα του κούτελου που έχω στην κοινωνία, ο οποίος μου έλεγε να ηρεμήσω και ότι δεν έφταιγα.
..." μα την ακούσατε που μου είπε να κοιτάω που πάω?"..."την ακούσατε...?"
Αφού πήρα και τη δόση μου στο δράμα και τη δόση μου στο καλόπιασμα μετά από το φόβο που πέρασα, έφυγα κυρία αλλά συνεχίζοντας να τρέμω σαν το ψάρι.
Η αλήθεια είναι ότι στοπ δεν υπήρχε στη μεριά της. Υπήρχε μόνο το σίδερο από ταμπέλα αλλά ποιος ξέρει τι ταμπέλα θα ήταν...μπορεί να έλεγε κομμωτήριο "Η ΛΟΥΛΑ" στα 4 χλμ!
ΟΥΥΥΥΥΥΥΦ!
Όμως ρε πούστη μου δεν είναι όλα φτου και βγαίνω...Ολόκληρος δρόμος το κέρατό μου ...κοίτα λίγο!
Τα συμπεράσματα είναι τα εξής τρία :
1.Το τρέμουλο σταματάει μετά το πέρας 42 λεπτών ακριβώς!
2.Αν δεν έχεις κέφι γάμα τον το καφέ γιατί παίζει να γίνεις και χειρότερα
3.Δε θέλω γνώμη αντίθετη απ΄τη δική μου γιατί σας έσκισα!

:))))

18.1.10


Πήρα ένα mail με τη πιο όμορφη λέξη που έχω διαβάσει ως τώρα...
Ξέρεις, από αυτές που θες να τις διαβάζεις ξανά και ξανά και όσο το κάνεις τόσο αποκτούν χρώμα και μυρωδιά και ...
Από αυτές που μόλις σταματήσεις να τις διαβάζεις δυνατά γίνονται πάλι λέξεις.
Γράμματα στη σειρά.

Σωστά γράμματα σε λάθος σειρά για μια σωστή λέξη σε μια λάθος στιγμή.
Αυτό είναι όλο.

17.1.10

Last-word freak

Ήταν πάντα...
Στους τσακωμούς με την οικογένεια, στα αστεία με τους φίλους, σε βιαστικές λογομαχίες της καθημερινότητας με αγνώστους, ακόμα και στον έρωτα...
Γιατί ήταν φυσικό.
Γιατί ήταν μια νίκη σε τόσα που έχανε.
Γιατί ήταν ασφαλές.
Υπήρχε ακόμα ο τοίχος του μυαλού να τρέξει να κρυφτεί.
Κι αν σηκωνόταν αυτός ο τοίχος κανείς δε μπορούσε να πλησιάσει.
Και χαμογελούσε με ένα παιδικό χαμόγελο από αυτά που κρύβονται τις νύχτες σε αγκαλιές και οδηγούν στα πιο όμορφα όνειρα.
Ένα και μοναδικό παιδικό χαμόγελο που ο μόνος λόγος που είχε απομείνει να κρέμεται στο πρόσωπο ήταν αναμνήσεις, ελπίδες και όνειρα να βγει με αυτό μια μέρα έξω απ΄την ασφάλεια της μοναξιάς και να ταξιδέψει πάνω σε ένα άλλο σώμα, μέσα σε ένα άλλο μυαλό, να φτιάξει κόσμους γεμάτους και να μη χρειαστεί ποτέ μια τελευταία λέξη για να γυρίσει να κρυφτεί.
Ποτέ πια...
Να την πάρει μια ανάσα.
Την ανάγκη για νίκη, την ανάγκη για φυγή, το φόβο που γεννάει την τελευταία λέξη..

Να τα πάρει όλα ένα φιλί και να τα σβήσει...

10.1.10

30 αργύρια...



Μιλάει ...
Όταν νιώσει καλά μιλάει. Κι όταν πρέπει.. Δώσε κάτι και αυτός θα σου πει.

Ξέρεις, καθένας για να ανοίξει θέλει ένα αντάλλαγμα.
Τα τριάντα αργύριά του για έναν εαυτό.
Αν το καλοσκεφτείς σωστό είναι.
Κι όσο μεγαλώνει αυτό που έχεις να δώσεις τόσο αλλάζουν μορφή αυτά που ζητάς.
Μέχρι που δε ξέρεις πια τι ζητάς.
Μέχρι που είναι τόσο βαρύ αυτό που κουβαλάς που παρακαλάς να βρεθεί ένας γαμημένος τρόπος να το ξεφορτώσεις.
Για τριάντα "ότιναναι"... ότι και να' ναι!

Δεν έδωσε ποτέ τον εαυτό του. Πουθενά ολόκληρο. Κρατούσε κομμάτια ραμμένα σε βήματα προσεκτικά. Για να υπάρχει και αύριο. Πέθαναν όλα τα "χθες". Μόνο αυτός υπάρχει να σχεδιάζει τα "αύριο".

Κι όταν οι στάχτες απ΄τα χθες σου βρέχονται και γίνονται λάσπη πηχτή στην πλάτη, τότε τα χέρια σου βαραίνουν και τα σχέδια γίνονται ολοένα και πιο δύσκολο να τελειώσουν. Αναγκάζεσαι να κάνεις λιγότερες γραμμές. Απλούστερα σχήματα...
'Ωσπου αφαιρείς τόσα πολλά που πια και εσύ δεν καταλαβαίνεις.
Μοιάζει αυτό με "αύριο"?

Μια ζωή είναι αυτός που είναι γιατί αυτό εξυπηρετεί. Τους σκοπούς χίλιων σχεδίων άλλων... Τόσα χρόνια εξυπηρετεί ,αλλά δεν είναι υπηρέτης.
Κανενός ρε... Κανενός.

Ξέρεις με τι θα άλλαζε τα πάντα?
Με φωτιά.
Ναι ...
Τα τριάντα του αργύρια είναι η φωτιά σου. Για να καεί και αυτός και όλα όσα κουβάλησε ως τώρα.
Να καεί και να γίνει ο φοίνικας που πάντα ονειρευόταν.
Να βγει απ΄τη φωτιά σου μέσα σε χίλια χρώματα μιας νέας αρχής.

Γιατί το δικό του απλό όνειρο είναι μια νέα αρχή...

7.1.10

Σε ένα τέταρτο όλα θα είναι μια χαρά.
Τι σκατά με έπιασε να τα σκεφτώ όλα απόψε...
Το μυαλό μου έχει γίνει ζελέ και τα μάτια μου έχουν θολώσει. Καλά είναι να τα βλέπεις όλα θολά αλλά εμένα με φοβίζει. Ηλίθιες αδυναμίες της γυναικείας φύσης μου...
Έλα να μιλήσουμε για ένα τεταρτάκι και μετά να δεις θα νυστάξω και θα φύγω από μόνη μου.
Πες μου πως πέρασε η μέρα. Έχει κρύο εκεί?
Δεν ήρθα στη γιορτή σου. Αλλιώς τα υπολόγισα και αλλιώς μου βγήκαν. Και εκείνο το νερό στο βαζάκι αλλιώς το περίμενα να είναι και αλλιώς ήταν. Ακριβώς σαν εμένα... Θολό..
Και έφταιγα εγώ γι'αυτό.
Τι νέα να σου πω εγώ. Καλύτερα να σε κοιτάω.
Ναι αυτό.
Να περάσει και η ώρα με ηρεμία.
Τη χειρότερη στιγμή που πέρασε ανακάλυψα τη μεγαλύτερη αδυναμία μου. Κι αυτό γιατί μεγάλωσε απ΄όλες τις χειρότερες στιγμές και έγινε τόσο δυνατή που με νίκησε.
Γι΄αυτό πρέπει να περιμένω εδώ λίγο ακόμα.
Για να φύγει.
Είπα ψέμματα σήμερα. Και εσένα σου έχω πει. Πολλά.
Μικρά πολλά κι ένα μεγάλο.
Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Τώρα και εκείνο το μεγάλο μου φαίνεται ηλίθια μικρό.
Μια τόση δα χειρότερη στιγμή που πέρασε και πάει.
Δυο βράδια τώρα είναι κάτι άσχημο που με ξυπνάει.
Πλένω τη μούρη μου και τη σκουπίζω και μετά ξαπλώνω ξανά αλλά στην άλλη μεριά του κρεβατιού.
Ξέρεις...σκέφτομαι να κόψω το τσιγάρο. Δε με ευχαριστεί πια. Θα μου πεις τότε πρέπει να κόψω και το φαΐ και το νερό και πόσα άλλα...μπα...ίσως το τσιγάρο όμως...
Αποφάσισα χθες τι φταίει.
Σε εμένα μέσα.
Δεν είναι η θέα απ΄το μπαλκόνι, ούτε οι μυρωδιές το πρωί....
Εγώ είμαι.
Εγώ σε ένα μπαλκόνι με ένα γαμημένο τσιγάρο που δε με ευχαριστεί αλλά είναι εκεί για να περνάει η ώρα.
Όπου και να το βάλεις το μπαλκόνι, πάνω του θα είμαι πάντα εγώ...
Κοίτα , πέρασε το τέταρτο και τίποτα!
Πάω για άλλο μισό.


Φιλιά πολλά θα έρθω να σε δω.
Θα κάτσω να σου μιλήσω και εγώ τότε ένα τέταρτο.
Έτσι για παρέα...

3.1.10


(...)αφού είναι εκείνος ο ένας που νόμιζε ότι είναι για όλους, και που για τον ίδιο του τον εαυτό δεν είναι κανένας(...)

Λ.Πιραντέλλο-Ένας κανένας κι εκατό χιλιάδες