Θα΄θελα να' χα τώρα τρεις ευχές.
Και θα΄σουν μια από αυτές.
Τρεις ευκαιρίες θα΄θελα να΄ταν όλη η ζωή μου και να τα κατάφερνα επιτέλους έστω και στην τρίτη.
Να καταλάβαινα θα ήθελα.
Να προλάβαινα.
Να έφερνα πίσω το χρόνο και να ρωτούσα άσπρα πρόσωπα για το δρόμο που πρέπει να πάρω.
Να μη φοβάμαι,να μη λυπάμαι, να μην αδικώ...
Τρεις μέρες και τρεις ευχές.
Τρεις άνθρωποι.
Χίλιες ερωτήσεις.
Πόσο ψηλά μπορώ να φτάσω?
Πόσο χαμηλά μπορεί να με φτάσει ο χρόνος?
Πόσο εύκολο είναι να μείνω εδώ και να μη χάσω τίποτα?
Αναρωτιέται κανείς ποτέ γιατί είναι ευτυχισμένος?
Ζηλεύει κανείς ποτέ τη λύπη άλλων?
Γελάει κανείς ποτέ χωρίς να φοβάται τη σιωπή που τον περιμένει?
Πόσο μόνη της είναι η σιωπή όταν τη θάβεις?
Πόσο μόνος είναι κανείς όταν θάβεται μέσα στη σιωπή?
Πότε θα με μάθω?
Πότε θα μάθω να με παίρνω αγκαλιά?
Να μη με μαλώνω?
Να μη περιμένω και να μη ζητάω?
Ευχές και μαλακίες.
Αν και ίσως και ποτέ...
Και νύχτα που είναι κρύα μες στο καλοκαίρι.
Και ένα χέρι στην πλάτη μου και κανείς γύρω.
Και φαντασιώσεις και ντροπή και αποφάσεις που δεν πάρθηκαν και εύχονται να είχαν τρεις ευκαιρίες για να σωθούν.
Και γαμημένη μνήμη που επιλέγει ότι γουστάρει.
Και μια συγνώμη.
Μια συγνώμη για το χέρι στην πλάτη μου. Για το πρόσωπο που άσπρισε και δεν έχω καμία ευκαιρία να το δω να γελάει.
Για τη νύχτα μου και το κρύο.
Για ότι έχει μείνει από εμένα στο παρελθόν.
Μια αγκαλιά θέλω.
Θα σβήσω το φως και θα΄ρθω να με πάρεις αγκαλιά.
Αυτό θα κάνω.
Κι ας μην έχω καμιά ευχή και καμιά ευκαιρία για τις καρφίτσες μέσα μου.
Θα σε πάρω αγκαλιά ώσπου να στεγνώσουν οι μικρές τρυπίτσες τους και θα κοιμηθώ έναν ύπνο χωρίς όνειρα.
Χωρίς τίποτα.
Αλλά μαζί σου.