24.9.10

Είχε βρέξει και οι δρόμοι βρομούσαν υγρά σκουπίδια και λάσπη.
Τεντώθηκε αφήνοντας πίσω το προσωρινό του καταφύγιο.
Μια βόλτα ίσως ξεκαθάριζε λίγο το μυαλό.
Τα πάντα γύρω άφηναν μια αίσθηση μουσκεμένης θλίψης.
Μια γκρίζα καρικατούρα ένιωθε που έπλεε στη θάλασσα αυτής της σιωπηρής θλίψης.
"Πως καταντήσαμε έτσι ρε Λουκά?" σιγοψιθύρισε στον εαυτό του....
Στην ανηφορίτσα αριστερά του ένα παλικάρι κοιμόταν με ένα χαρτόκουτο για σκέπασμα.
"Σώπα, είναι και άλλοι σαν και εσένα ρε...σώπα μη σκέφτεσαι."
Ψαχούλεψε την μοναδική τσέπη πάνω του που δεν ήταν τρύπια και βρήκε εξήντα λεπτά.
"Ρε πούστη...για τίποτα δε φτάνουν."
Ο κόσμος γύρω μόλις άρχισε να ξυπνάει και η μυρωδιά ζεστού ελληνικού καφέ που έβγαινε απ΄τα παράθυρα των σπιτιών έκανε τη γλώσσα του να κολλάει.
" Γεια. Ένα μπουκαλάκι νερό θα ήθελα.......χμμμ...τίποτα δε συγκρίνεται με ένα πρωινό ...νερό. Μαλάκα Λουκά. Που έφτασες να παρακαλάς τη τσέπη να γεμίσει για να πιεις νερό μέσα σε μια γαμημένη πόλη που μόλις λούστηκε με όσο νερό άντεχε να της ρίξει ο ουρανός".
Ποτέ δε γούσταρε τη βροχή. Του την έσπαγε όπως και πολλά άλλα. Ήταν βαρύς και δύσκολος. Τον παλιό καιρό αυτά, όταν οι επιλογές ήταν άφθονες και μπορούσε να το παίξει περιθώριο και μυστήριο και σουπαμουπες. Τώρα....ΧΑ! Τώρα ζηλεύει τις λακκούβες που γεμίζουν με περισσότερο νερό απ'οτι το στομάχι του.
Κρίμα...Δε πήγε καλά η ζωή. Δε τη περπάτησε όπως έπρεπε. Δεν...
Μαλακίες. Ένας μαλάκας ήτανε που δε μπορούσε να δει μπροστά του. Ο δύσκολος Λουκάς, χαλάκι για τους φίλους και για την οικογένεια. Ο βαρύς Λουκάς, με τη βροντερή φωνή και ένα κόσμο μέσα του να κλαίει.
Μια μοναχική σκιά που κάθεται και πίνει νερό στα σκαλάκια της Κυρα-Λένης στα Αναφιώτικα.
Και είναι πουτάνα η ζωή. Γαμιέται.
Γιατί σου θυμίζει όλα τα όμορφα κάτι μέρες σαν κι αυτή. Τα φιλιά στα σοκάκια με την Σμαρώ και τις ατέλειωτες μπύρες με την παρέα. Μακριά στην Νότια Κρήτη στο χωριό του πατέρα που ήταν γεμάτο μοκαμβίλιες και ασπρισμένα μπεντενάκια.
"Τώρα όμως είσαι εδώ Λουκά...κατηφορίζεις φίλε μου. Δεν υπάρχει λόγος να κοιτάς πίσω όταν κατηφορίζεις. Θα σκοτωθείς."
Ανοιχτά παράθυρα μύριζαν ζεστό φαΐ και αγκαλιά.
Άδεια παγκάκια.
Σεντόνια κατάλευκα περίμεναν να ανοίξει ο ουρανός για να ζεσταθούν στον ήλιο.
Δυο παρατημένα παντελόνια...και ένας μουσαμάς.
Τηλέφωνο ακούγεται στο σπίτι της κυρα-Λένης.
Οι σόλες απ΄τα παπούτσια του φαγώθηκαν από καιρό, δεν ακούγονται πια.
Θα θελε να μην αναγνώριζε χρώματα κι έτσι να μην τον νοιάζει η ασπρόμαυρη ζωή του.
Να κοιμόταν κάπου και ξαφνικά να ξυπνούσε άδειος. Χωρίς όνομα, χωρίς σκέψεις, χωρίς χρέος στο χρόνο και το παρελθόν.
"Τώρα μιλάς με θα' θελα Λουκά? Τώρα υπάρχουν μόνο δεν...Μεγάλα, σιδερένια δεν όπως οι πόρτες των σπιτιών, όπως τα κάγκελα στο πάρκο που κοιμόσουν. Όπως η κλειδαριά που μπήκε σε όσα πέρασαν.
Φιλοσοφίες ....Γαμώ το μυαλό σου μέσα Λουκά..."