Εκείνο το απόγευμα που ο ουρανός έγινε μωβ και φυσούσε.
Τότε...
Το καφέ στο Κουμ-Καπί ήταν άδειο. Μόνο αυτός ο λυπημένος σκύλος ήρθε κι έκατσε ακριβώς κάτω απ΄τα πόδια μου. Είχε κάτι πράσινα μάτια που νόμιζες οτι αν τα κοιτάξεις για ώρα θα στάξουν λίγο λίγο μπροστά σου όλα όσα θέλει να πει και δε ξέρει το τρόπο.
Τον ερωτεύτηκα απ΄την πρώτη ματιά νομίζω.
Απλά γιατί τον "γνώρισα".
Γιατί δε με φοβήθηκε...όσο "άλλη" κι αν του φαινόμουν.
Γιατί δεν τον φοβήθηκα όσο επίμονα κι αν με κοιτούσε.
Ήρθε ο καφές και του έδωσα το κουλουράκι μου.
Με κοίταξε ώρα...μύρισε τον αέρα γύρω απ΄το χέρι μου και ύστερα πήρε το κουλουράκι ήρεμα και αργά.
Άνοιξα το σημειωματάριό μου να γράψω.
Είχα μέσα μου πολλά όλο το καλοκαίρι και είχα αποφασίσει να μη τα μοιραστώ με κανέναν.
Για άλλη μια φορά θα τα ακουμπούσα σε λευκά χαρτιά και θα τα έδενα σφιχτά με ένα δερματάκι.
Ένιωσα την παρέα μου να μου σκουντάει απαλά τη γάμπα.
Του χάιδεψα τη μουσούδα και για λίγο έκλεισε τα μάτια.
Ακουγόταν μόνο η θάλασσα που χτυπούσε τα βράχια και ο αέρας που σφύριζε ανάμεσα στα ανοιχτά παράθυρα.
Θεέ μου, με ηρέμησε τόσο πολύ αυτή η στιγμή.
Το να μη λέω τίποτα. Να μη πρέπει να εξηγήσω.
Κοίταξα το σημειωματάριό μου και ξαφνικά όλα ήταν απίστευτα ηλίθια.
Όλα.
Ο θυμός, τα σχέδια, οι αποφάσεις μου.
Λέξεις ήταν που δεν ήθελα καν να δω να σχηματίζονται μπροστά μου.
Να τις ξεχάσω ήθελα κάτω από το μωβ ουρανό αυτής της πόλης από άμμο.
Πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ένα απόγευμα.
Πόσο μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον που απλά σε εμπιστεύτηκε...
Και τι ωραίο που είναι καμιά φορά τα λόγια να μένουν σφιχτά δεμένα σε χαρτιά και
να φτάνει για να διώξει όλους σου τους φόβους, ένα ήρεμο βλέμμα και ένα χάδι.
Τότε...
Το καφέ στο Κουμ-Καπί ήταν άδειο. Μόνο αυτός ο λυπημένος σκύλος ήρθε κι έκατσε ακριβώς κάτω απ΄τα πόδια μου. Είχε κάτι πράσινα μάτια που νόμιζες οτι αν τα κοιτάξεις για ώρα θα στάξουν λίγο λίγο μπροστά σου όλα όσα θέλει να πει και δε ξέρει το τρόπο.
Τον ερωτεύτηκα απ΄την πρώτη ματιά νομίζω.
Απλά γιατί τον "γνώρισα".
Γιατί δε με φοβήθηκε...όσο "άλλη" κι αν του φαινόμουν.
Γιατί δεν τον φοβήθηκα όσο επίμονα κι αν με κοιτούσε.
Ήρθε ο καφές και του έδωσα το κουλουράκι μου.
Με κοίταξε ώρα...μύρισε τον αέρα γύρω απ΄το χέρι μου και ύστερα πήρε το κουλουράκι ήρεμα και αργά.
Άνοιξα το σημειωματάριό μου να γράψω.
Είχα μέσα μου πολλά όλο το καλοκαίρι και είχα αποφασίσει να μη τα μοιραστώ με κανέναν.
Για άλλη μια φορά θα τα ακουμπούσα σε λευκά χαρτιά και θα τα έδενα σφιχτά με ένα δερματάκι.
Ένιωσα την παρέα μου να μου σκουντάει απαλά τη γάμπα.
Του χάιδεψα τη μουσούδα και για λίγο έκλεισε τα μάτια.
Ακουγόταν μόνο η θάλασσα που χτυπούσε τα βράχια και ο αέρας που σφύριζε ανάμεσα στα ανοιχτά παράθυρα.
Θεέ μου, με ηρέμησε τόσο πολύ αυτή η στιγμή.
Το να μη λέω τίποτα. Να μη πρέπει να εξηγήσω.
Κοίταξα το σημειωματάριό μου και ξαφνικά όλα ήταν απίστευτα ηλίθια.
Όλα.
Ο θυμός, τα σχέδια, οι αποφάσεις μου.
Λέξεις ήταν που δεν ήθελα καν να δω να σχηματίζονται μπροστά μου.
Να τις ξεχάσω ήθελα κάτω από το μωβ ουρανό αυτής της πόλης από άμμο.
Πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ένα απόγευμα.
Πόσο μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον που απλά σε εμπιστεύτηκε...
Και τι ωραίο που είναι καμιά φορά τα λόγια να μένουν σφιχτά δεμένα σε χαρτιά και
να φτάνει για να διώξει όλους σου τους φόβους, ένα ήρεμο βλέμμα και ένα χάδι.