25.3.10


Κάτσε, περίμενε να στο εξηγήσω να δούμε αν θα το καταλάβεις...
Ήταν μια μέρα που δεν είχε αριθμό. Κάπου στο προχθές μου.
Νομίζω πως δεν υπάρχει καν στο ημερολόγιο και έτσι δε θα μπορέσει να τη σβήσει και κανείς.
Είχε χρώματα πιο έντονα απ΄τις άλλες και ήταν τόσο ζεστή όσο έπρεπε για να φοράς κοντομάνικο και να μη φοβάσαι να κρυώσεις.
Να φοράς μια αγκαλιά και να μη φοβάσαι γενικότερα.
Είχε δυο καφέδες σε σιδερένιο τραπεζάκι. Χίλιους ανθρώπους γύρω και κανέναν ανάμεσα.
Απολύτως κανένα..
Είχε χαμόγελα αμήχανα και βλέμματα πίσω από μαύρα γυαλιά.
Είχε λέξεις που δε χρειάστηκαν μαύρα γυαλιά για να κρυφτούν.
Το άρωμά της ήταν μανταρίνι και έκανε τα δάχτυλα να κολλάνε.
Το δέρμα να κολλάει.
Τα γέλια να ακούγονται μέσα στη νύχτα και να ξυπνάνε όποιον προσπάθησε να κοιμηθεί σε μια δική του νύχτα χωρίς άρωμα.
Όμορφη
Πολύ.
Τόσο όμορφη που οι φωνές που κατοικούν μες στα μυαλά εκείνων που κάποτε γδάρθηκαν με όλους τους τρόπους, σταμάτησαν να ακούγονται.
Λες και δεν υπήρξαν ποτέ.
Λες και φοβήθηκαν για μια φορά και έκαναν πίσω.
Μια φορά. Για αυτούς.
....
Κατάλαβες τίποτα?
....
Πως να στο πω αλλιώς ρε..
Η ημέρα αυτή αν είχε όνομα, νομίζω θα ήταν Ευτυχία.
Μπορεί να άργησε να με διαλέξει για να πιούμε έναν καφέ αλλά αφού ήρθε και την έζησα, κρατάω τη γεύση της πάνω στα χείλη μου και τη συγχωρώ...