31.1.10



-Η ροδιά μεγάλωσε...και φύτεψαν λουλούδια εκεί που ήταν η κούνια.
Και η πόρτα με το καμπανάκι..
-Δε θέλω να ξέρω...κλείνω έχω δουλειά.

Ο διάλογος στριφογυρνούσε στο μυαλό της. Είχε κανονίσει ποτό με συναδέλφους.
Οι σκέψεις έκαναν το δρόμο σύντομο και σε λίγο ήταν κιόλας μέσα στο μαγαζί και έπινε την πρώτη γουλιά απ΄το αλκοόλ που απόψε είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Κάποιος άνοιξε κουβέντα. Δε πήρε μέρος, συνέχισε να πίνει.
Σε λίγο άρχισαν συζητήσεις για σπίτια και μωρά, φωτογραφίες από κινητά και γελοία γλυκόλογα μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται τόσο όσο χρειάζεται για να είναι τα λόγια τους απολύτως κενά και ψεύτικα. Αναρωτήθηκε πόσο πρέπει να πιει ακόμα για να μην ανακατεύεται απ΄τις φάτσες και τις φωνές τους.
Η κουβέντα έγινε πειράγματα μεταξύ ανθρώπων που απλά θέλουν να γαμηθούν και κρύβονται σε σκοτεινά μπαρ γιατί δεν έχουν τα κότσια να το παραδεχθούν. Καλοπιάσματα μεταξύ κολλητών και αγκαλιές μεταξύ αδερφών.
Συνέχισε να μη μιλάει. Σκέφτηκε πως αν δεν είχε ανάγκη να πιει απόψε θα μπορούσε να βγει με το στόμα ραμμένο και τίποτα δε θα άλλαζε. Δε θα υπήρχε καμία απολύτως διαφορά στην εξέλιξη της νύχτας της...
Ξαφνικά οι ήχοι μπερδεύτηκαν και το δωμάτιο έγινε υπερβολικά στενό. Λες και τραβήχτηκε προς τα πίσω και σκοτείνιασε. Τα πρόσωπα όλων έγιναν θολά και μπορούσε να δει μόνο στόματα γύρω. Αμέτρητα στόματα που μιλούσαν ατελείωτα σε μια ξένη γλώσσα.
Ξένοι....
Επιτέλους το αλκοόλ έκανε τη δουλειά του.
Σηκώθηκε, χαιρέτησε και έφυγε.
Προσπάθησαν καναδυό να την κρατήσουν, με αυτά τα "καικαλάνοιάζομαιγιασένα" λόγια τους αλλά το μυαλό της είχε κλειδώσει από ώρα για όλα...
Βρέθηκε γρήγορα στο πίσω δρομάκι. Αυτό που πάει κατευθείαν σπίτι.
Σπίτι..
Όχι εκείνο με τη ροδιά... Όχι..
Τελικά το τι σημαίνει μια λέξη για κάποιον είναι σχετικό. Σπίτι, οικογένεια, έρωτας, αγάπη...Όταν αλλάζει ο ορισμός της ίδιας λέξης χίλιες φορές, τότε πια γίνεται σχετική.
Προτιμάς να μη τη λες, να μην την ακούς καν... Προτιμάς να κάνεις ησυχία και να περιμένεις να τη νιώσεις. Να φτάσει στη ψυχή σου μέσα και ..
Χαμογέλασε.
Η νύχτα ήταν προχωρημένη και έπιασε να βρέχει.
Βροχή στα μάγουλα λοιπόν και αέρας μέσα της.
Αέρας κρύος... αυτός που βασιλεύει στο κενό.
Ο ήχος απ΄τα τακούνια της ήταν η μόνη απόδειξη πως περπατούσε.
Κρίμα που δεν έχει ήχο η ίδια η ζωή να ξέρεις οτι υπάρχεις.
Καμιά φορά είναι μεγάλη η ανάγκη να υπάρχεις.
Τα μάτια της βράχηκαν απ΄τις ψιχάλες...ή απ΄το κενό.
Έφτασε.
Κοίταξε το όνομα στο κουδούνι και ...έστριψε ένα τσιγάρο.
Η νύχτα ολόκληρη μύριζε χώμα.
Σαν κήπος ενός παλιού σπιτιού.
Άλλη μια βόλτα στη βροχή..


Ακόμα και το κενό όταν βραχεί μυρίζει χώμα....