23.7.08

Στο λαβύρινθό μου...

Ξεκόλλα φίλε…
Δε ξέρω τι θέλω..
Δε ξέρω αν θέλω εμένα μέσα μου καν…
Θα σηκωθώ αύριο το πρωί και καθώς πλένω το πρόσωπό μου θα κλαίω, θα ντυθώ και θα φύγω για τη δουλειά μου χαμογελαστή. Με αυτό το άθλια φτιαγμένο χαμόγελο, αυτό που έχουν μάθει όλοι και τους λείπει όταν το σκοτώνω…
Μαλάκες!
Είμαι ο πιο ψεύτης άνθρωπος, για σήμερα στο λέω αυτό!
Μπορώ να παραδεχθώ πειστικά ότι θες, μπορώ να αρνηθώ το ίδιο πειστικά όσα δε θέλεις να ακούσεις.
Έχω σε ράφια τακτοποιημένες μέσα μου όλες τις δικαιολογίες αιώνων…Όμορφες, ενοχλητικές, έξυπνες, προκλητικές…
Χμμμ…ποια να φορέσω για ’σενα σήμερα?
Ποια θέλεις να ακούσεις?
Εγώ?
Εγώ θέλω αλήθεια μόνο…
Δύσκολο πράγμα η αλήθεια. Τη φωνάζεις, τη φωτίζεις και την προσκυνάς αλλά όταν έρθει η ώρα να τη βγάλεις …τότε την πασπαλίζεις χώμα να μη φαίνεται και βγάζεις ότι πιο μαλακισμένα όμοιό της έχεις φτιάξει!
Μυρίζει αλλιώς όμως ρε…θα έπρεπε να το ξέρεις!
Η αλήθεια έχει δική της μυρωδιά, κάτι σαν τη ζωή, τον έρωτα, το αληθινό και γάργαρο γέλιο…
Η «σαν» αλήθεια βρομάει σαπίλα απο μακριά…
Ναι …ναι… έχεις δίκιο…στα δικά μου μάτια βρομάει!
Χα!
Στα μάτια μου βρομάει!..
Ραντεβού στο τέλος ημερών, θα σε πάρω αγκαλιά και θα σε αποχαιρετήσω, τώρα ούτε αυτό δε μπορώ να κάνω.
Δεν έχω αγκαλιά, τρύπησε…
Την τρύπησαν οι σιωπές που σέρνονται μέσα και έξω απ’την ψυχή μου.
Μεγάλωσα κι όμως ίδια μου φαίνομαι…και θεέ μου πόσο θα’ θελα να ήμουν πάλι παιδί!
Πέντε χρονών να λέω ποιήματα πάνω σε θρανία και να γελάω με χρωματιστή πλαστελίνη στα χέρια μου.
Να ήμουν πέντε χρονών θα ήθελα και να πεθάνω σε εκείνο το τώρα. Να θαφτούν χαρές και χρώματα…όχι σκοτάδι, τύψεις και φοβέρες!
Καλημέρα μου λέω πάλι…οδηγώ και ο αέρας με φωνάζει να πιω καφέ κάπου μακριά από εδώ.
Χθες χάθηκα στο βλέμμα ενός περαστικού που στάθηκε και με κοιτούσε…
Φοβήθηκα..
Δε θέλω να με πλησιάσει κανένας, δε θέλω να διώξω κανέναν, δε θέλω να ψάξει μέσα μου κανείς!
Δεν υπάρχω για ’μένα , δε μπορώ να σηκωθώ καν για να σου ανοίξω την πόρτα να μπεις.
Έκανα μπάνιο στη θάλασσα και ψιχάλιζε…Το έχεις ζήσει αυτό?
Ήθελα να ουρλιάξω χωμένη μέσα στο νερό και να με ακούσει ο ουρανός που έκλαιγε…
Έσβησα για λίγο, για τόσο λίγο μοιράστηκα σε σταγόνες που ξεκινούσαν και τελείωναν σε ένα γυάλινο φόντο.
Αόρατες σκέψεις που απλά υπάρχουν και κανένας δε τις χρωματίζει με την ανάσα του για να τις καταλάβεις…
Φοβισμένοι μαλάκες, φοβισμένη και εγώ…
Για να δω τι έχω για αύριο…χμμμμμ….καφέ, ποτό, σινεμά…
Να ανοίξω τη ντουλάπα μου να δω ποιον εαυτό θα βγάλω βόλτα..
Ποιος άραγε νομίζει πως με ξέρει?
Ποιος νομίζει πως με έκανε δική του έστω και λίγο?
Να έρθει να μου μάθει από ποιο δρόμο μπήκε, γιατί αν είναι δρόμος που του άνοιξα εγώ τότε σίγουρα ήταν για κάποια απ΄τη ντουλάπα. Ένα κουστούμι μου γνωρίζετε όλοι…
Μόνο αυτό…
Εσύ με τα κόκκινα μάγουλα και τα καστανά μάτια …εσύ με ξέρεις καλά ρε…
Εσύ καταλαβαίνεις πως πονάω..
Ντύνομαι και για σένα είμαι γυμνή…πάντα θα είμαι.
Δε με φοβάσαι και δε θες να με νικήσεις, γι’αυτό θα υπάρχω..
Για σένα και για όποιον έχει τα αρχίδια να σου μοιάσει!
Και δεν ξέρω καν αν θα μπορέσει κανένας να σου μοιάσει..
Χααχαχαχαχα…
Κανένας…ούτε μετά από 7 χρόνια, ούτε μετά από μια ζωή..

Γι’ αυτό σου λέω…
Εγώ δε θέλω τίποτα ρε φίλε, ξεκόλλα!