Με ένα σχοινί κρατιόταν ...τον άφησε ο χρόνος κάποια στιγμή ελεύθερο.
Ροκάνισαν οι μέρες το σχοινί και κόπηκε…
Ένιωσε ξαφνικά μες στη νύχτα το λαιμό του χαλαρό και ανασηκώθηκε.
Μύρισε δεξιά και αριστερά τον άνεμο και αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κανείς στο χώρο τέντωσε τα κοκαλιάρικα ποδαράκια του και δοκίμασε ένα βήμα παραπάνω απ’ότι συνήθως.
Κι άλλο ένα…κι άλλο…
Άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα και κάποια στιγμή κατάλαβε πως δεν ήταν δεμένος πια…τότε άρχισε να τρέχει, να τρέχει με όλη του τη δύναμη…
Μακριά απ΄το ξύλινο πνιγηρό σπιτάκι, μακριά από όσους έλεγαν πως τους ανήκει. Δεν ήταν κτήμα κανενός πια, ήταν ελεύθερος, ένας τολμηρός κυνηγός ξανά, ένας κατακτητής της ζωής που τον περίμενε κρυμμένη στο δάσος που τόσα χρόνια απλά κοιτούσε απέναντί του.
Το Δάσος…
Πόσα πράγματα είχε ονειρευτεί πως θα έβρισκε μέσα του, πόσες φορές είχε ταξιδέψει σε ρυάκια, σε κρυστάλλινες πηγές που μύριζαν φρέσκια πρωινή ανάσα…πόσα αρώματα λουλουδιών τον είχαν ζαλίσει στα όνειρά του.
Τότε που ήταν δεμένος με το σχοινί στο ξύλινο σπιτάκι του.
Στεκόταν ανάμεσα στα πρώτα δέντρα, το φως του φεγγαριού λιγόστευε λίγο πιο κάτω και έκανε την εικόνα ανάμεσα στους κορμούς θολή και ακαθόριστη. Μέσα του λύσσαγε να ανακαλύψει αυτό το σκοτάδι, καιρό τώρα το είχε αποφασίσει και δε θα έκανε πίσω σήμερα. Όχι σήμερα…
Προχώρησε με τρεμάμενα πόδια και την υγρή μουσούδα του να ψάχνει πάντα τον κίνδυνο στο επόμενο βήμα..
Οι πατούσες του βουτούσαν σε χώμα νοτισμένο, τα νύχια του σκίζαν φύλλα και έγδερναν ξερόκλαδα…τι ομορφιά..
«Κάπως έτσι νιώθει ένας κυνηγός», σκέφτηκε, «κάπως έτσι θα μυρίζει η ευτυχία»…
Πέρασαν ώρες με τα αυτιά του τεντωμένα να απολαμβάνουν κάθε νέο ήχο και την ουρά του να ταλαντεύεται ήρεμα από κάθε νέα εμπειρία.
Ήπιε νερό σε ένα ποταμάκι που άστραφτε κάτω απ΄τα αστέρια και ξάπλωσε με το κεφάλι του ακουμπισμένο στις ρίζες ενός δέντρου…
……………………………………………………………………………………………………
Ροκάνισαν οι μέρες το σχοινί και κόπηκε…
Ένιωσε ξαφνικά μες στη νύχτα το λαιμό του χαλαρό και ανασηκώθηκε.
Μύρισε δεξιά και αριστερά τον άνεμο και αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κανείς στο χώρο τέντωσε τα κοκαλιάρικα ποδαράκια του και δοκίμασε ένα βήμα παραπάνω απ’ότι συνήθως.
Κι άλλο ένα…κι άλλο…
Άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα και κάποια στιγμή κατάλαβε πως δεν ήταν δεμένος πια…τότε άρχισε να τρέχει, να τρέχει με όλη του τη δύναμη…
Μακριά απ΄το ξύλινο πνιγηρό σπιτάκι, μακριά από όσους έλεγαν πως τους ανήκει. Δεν ήταν κτήμα κανενός πια, ήταν ελεύθερος, ένας τολμηρός κυνηγός ξανά, ένας κατακτητής της ζωής που τον περίμενε κρυμμένη στο δάσος που τόσα χρόνια απλά κοιτούσε απέναντί του.
Το Δάσος…
Πόσα πράγματα είχε ονειρευτεί πως θα έβρισκε μέσα του, πόσες φορές είχε ταξιδέψει σε ρυάκια, σε κρυστάλλινες πηγές που μύριζαν φρέσκια πρωινή ανάσα…πόσα αρώματα λουλουδιών τον είχαν ζαλίσει στα όνειρά του.
Τότε που ήταν δεμένος με το σχοινί στο ξύλινο σπιτάκι του.
Στεκόταν ανάμεσα στα πρώτα δέντρα, το φως του φεγγαριού λιγόστευε λίγο πιο κάτω και έκανε την εικόνα ανάμεσα στους κορμούς θολή και ακαθόριστη. Μέσα του λύσσαγε να ανακαλύψει αυτό το σκοτάδι, καιρό τώρα το είχε αποφασίσει και δε θα έκανε πίσω σήμερα. Όχι σήμερα…
Προχώρησε με τρεμάμενα πόδια και την υγρή μουσούδα του να ψάχνει πάντα τον κίνδυνο στο επόμενο βήμα..
Οι πατούσες του βουτούσαν σε χώμα νοτισμένο, τα νύχια του σκίζαν φύλλα και έγδερναν ξερόκλαδα…τι ομορφιά..
«Κάπως έτσι νιώθει ένας κυνηγός», σκέφτηκε, «κάπως έτσι θα μυρίζει η ευτυχία»…
Πέρασαν ώρες με τα αυτιά του τεντωμένα να απολαμβάνουν κάθε νέο ήχο και την ουρά του να ταλαντεύεται ήρεμα από κάθε νέα εμπειρία.
Ήπιε νερό σε ένα ποταμάκι που άστραφτε κάτω απ΄τα αστέρια και ξάπλωσε με το κεφάλι του ακουμπισμένο στις ρίζες ενός δέντρου…
……………………………………………………………………………………………………