5.7.08

Θα πετάξει...

Φωνές στο δωμάτιο, πράγματα σπάνε.
Βαριές κουβέντες και πόνος.
Δυο σκιές περνάνε από μπροστά της.
Η μια κυνηγάει την άλλη με μίσος, οι τοίχοι φοβούνται και μαζεύονται…γίνονται μικροί.
Το ταβάνι τους πλακώνει και κάνει τις σκιές να γδέρνουν με τα νύχια το τσιμέντο, να ξεφλουδίζουν τα χρώματα που έβαψαν μαζί με αλλοτινές στιγμές τους.
Τα μάτια της κλειστά.
Δεν τα βλέπει όλα αυτά.
Δεν είναι ανάγκη να τα δει, τα ξέρει …είναι γραμμένα στο μυαλό της.
Είναι ένα δέρμα με φολίδες που την τρώει και φύτρωσε παλιά πάνω απ’το δικό της.
Γονατισμένη, σιωπηρή ..σφίγγει στις παλάμες της ότι πιο πολύτιμο της εμπιστεύτηκε η ζωή.
Μέσα της βράζει το αίσθημα της προστασίας για αυτό που κρύβει, σαν ένα παρανοϊκό φίλτρο. Σαν αυτό που της έλεγαν ότι υπάρχει στην καρδιά της μάνας, σαν αυτό που κάνει τη μια απ’τις δυο σκιές να ουρλιάζει για να ξεσπάσει πάνω της όλο το φθόνο του το σκοτάδι. Να το κρατήσει μακριά από μια ψυχή που δεν άντεξε και γονάτισε στη γωνιά του δωματίου για να κρυφτεί.
Σε λίγο οι ήχοι απομακρύνονται, ένα ψιθυριστό κλάμα παίρνει τη θέση τους.
Ένα κλάμα που ποτέ δε θα χαθεί σε κανένα παρελθόν.
Πονάει πιο πολύ από κάθε τι στον κόσμο αυτό το κλάμα, βρίσκει το δρόμο για την καρδιά σου αν είσαι παιδί και ριζώνει εκεί για πάντα.
Και εκείνη είναι παιδί.
Ένα φοβισμένο παιδί με υγρά μάτια και γδαρμένα γόνατα.

Και είναι ακόμα παιδί, εκείνο το παιδί που κάποιος κατάφερε φορές να το γυρίσει πίσω.
Κατάφερε να το κάνει να κλείσει πάλι τα μάτια και να γονατίσει μέσα του…ξανά.
Τώρα όμως όλα θα αλλάξουν, θα πάρει μια ανάσα βαθιά και σαν αρχίσουν να χορεύουν μέσα εκείνες οι παλιές σκιές θα ανοίξει τις παλάμες και θα αφήσει ελεύθερο το μυστικό του κόσμο που κράτησε ανέγγιχτο απ’όλα.
Θα ανοίξει τα χέρια και θα αφήσει τα χρώματα που έζησαν να ανασάνουν..

Θα πετάξει μακριά….