30.7.08

ΟΛΕΕΕΕΕΕΕΕΕ.............

Ποιός ?
Τι?
Δεν ταιριάζει ο τίτλος με τη φωτό?
Έλα....δεν είναι χαρούμενη??Ααααααααα...Κάτσε να την ισιώσω...
Μωρε είσαι καλά?
Ειρωνικό είναι το όλε...ακόμα να με μάθεις???
Σήμερα δε γουστάρω χαρουμενιές και σήμερα κάνω ΟΤΙ γουστάρω λέμε...
Πφφφφφφφφφ...

Λοιπόν...

Μμμμμ....

Βαριέμαι...
Δε θέλω γλυκό, δε θέλω μουσική, δε θέλω φασαρία...
Δηλαδή για να είμαι ειλικρινής ούτε τα άντερά μου δε θέλω τώρα αλλά δεν τρέχει..
Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής θέλω τη φασαρία που θα έκαναν συγκεκριμένοι άνθρωποι για 'μενα και δεν τους έχω εδώ.
Οπότε...
Βόλτα με το αυτοκίνητο..
Μια μακρινή βάλε μου με λίγο σκέψη παραπάνω και ρίξε και μια μπυρίτσα στη σακούλα.. Μία μόνο ρε...είμαι ο νηφάλιος οδηγός εγώ, δε σηκώνω δεύτερη...!
Άντε τι περιμένεις, ντύσου και έλα μαζί μου να γιορτάσουμε δίπλα σε εκείνη την παραλία... Μη χαζεύεις τη νύχτα ρε, μη σε νοιάζουν τα νούμερα...
Γίνομαι τόοοοοοσο μεγάλη αλλά μη σε νοιάζει για σένα ίδια θα μείνω..

Πάμε μια μακρινή βόλτα μαζί...


ΦΟΥ! Και ευχή...
..........................................................................................


Μπαμπά χρόνια πολλά για αύριο και απόψε...
Χρόνια πολλά σε εμένα!

25.7.08

Aπ΄τα μάτια ενός σκύλου...(Μέρος 2ο)

...........................................
Γλύστρισαν στιγμές, ίσως και ώρες, ώσπου ένας περίεργος σφυριχτός ήχος τον ξύπνησε απ΄το λήθαργο της πρώτης νύχτας με τον εαυτό του. Κάτι σαν ξύλο που έτριζε μετά από αιώνες ακινησίας…
Ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω…τίποτα!
«Πονάω…»
Μια φωνή πάνω απ΄το κεφάλι του, δε μπορεί να του φάνηκε αυτά τα αυτιά ποτέ δεν έκαναν λάθος!
Το ίδιο τρίξιμο ξανά έκανε το τρίχωμα στη ράχη του να σηκωθεί…
«Πονάω…»
Γύρισε και κοίταξε το δέντρο…μια μορφή είχε σχηματιστεί ανάμεσα στους ρόζους του κορμού του, σχεδόν ανθρώπινη…
Γρύλισε φοβισμένος και πισοπάτησε.
«Μη φύγεις, είμαι μόνος, χρόνια τώρα κλεισμένος εδώ μέσα..είμαι τόσο μόνος που πονάει.»
Τα ξύλινα μάτια της μορφής φαίνονταν τόσο οικεία λες και ο χρόνος κάπου στο παρελθόν τα είχε ξαναφέρει εμπρός του, χαμήλωσε τα αυτιά του και ξανακάθισε στις ρίζες της αναπάντεχης αυτής παρέας.
«Μια απόφαση με έκανε έτσι πριν καιρό, μια τρελή επιθυμία να μη μπορεί κανένας να με πλησιάσει…
Και δε θα μπορέσει κανείς φίλε μου, ποτέ ξανά…
Μόνο ο άνεμος και η βροχή, μόνο αυτά με φτάνουν πια, ο ήλιος και τα αστέρια. Κι ένας απέραντος ουρανός που απλώνεται πάνω μου τη μέρα και χύνεται κάθε νύχτα μέσα μου προσπαθώντας να με ξεπλύνει από τη λύπη και το φόβο, από όσα έχω μετανιώσει.. »
Βαθιά πίσω απ΄τις φυλλωσιές άρχισε να χαράζει…μέσα του κάτι γνώριμο τον έκανε να σηκωθεί. Έπρεπε να γυρίσει πίσω, να γυρίσει που?
Να μπει στην ασφάλεια του κουτιού που του είχαν φτιάξει σε μια πίσω αυλή…
Δεν είχε κάτι άλλο…Δεν είχε που αλλού…
«Ξημερώνει…σε τραβάει η ζωή σου φίλε ε? Το ξέρω, έμαθα πια να ξέρω…Μάθε κι εσύ κάτι έστω από ένα κούφιο τίποτα σαν κι εμένα, μάθε να εκτιμάς το κομμένο σου σχοινί..
Μη κρύβεσαι, μην ξεμακραίνεις απ΄τη ζωή, πλησίασε για να σε πλησιάσουν…
Μάθε να υπάρχεις ελεύθερος ....να ζεις με κομμένο το σχοινί!»
Κοίταξε μια τελευταία φορά το δάσος γύρω του και έφυγε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Λίγο αργότερα ξάπλωνε κουλουριασμένος στο σπιτάκι του και πριν τον πάρει ο ύπνος μια ξύλινη μορφή του ψιθύρισε στα κουρασμένα βλέφαρα…

«Μάθε να ζεις με κομμένο σχοινί!»

Aπ΄τα μάτια ενός σκύλου...(Μέρος 1ο)


Με ένα σχοινί κρατιόταν ...τον άφησε ο χρόνος κάποια στιγμή ελεύθερο.
Ροκάνισαν οι μέρες το σχοινί και κόπηκε…
Ένιωσε ξαφνικά μες στη νύχτα το λαιμό του χαλαρό και ανασηκώθηκε.
Μύρισε δεξιά και αριστερά τον άνεμο και αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κανείς στο χώρο τέντωσε τα κοκαλιάρικα ποδαράκια του και δοκίμασε ένα βήμα παραπάνω απ’ότι συνήθως.
Κι άλλο ένα…κι άλλο…
Άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα και κάποια στιγμή κατάλαβε πως δεν ήταν δεμένος πια…τότε άρχισε να τρέχει, να τρέχει με όλη του τη δύναμη…
Μακριά απ΄το ξύλινο πνιγηρό σπιτάκι, μακριά από όσους έλεγαν πως τους ανήκει. Δεν ήταν κτήμα κανενός πια, ήταν ελεύθερος, ένας τολμηρός κυνηγός ξανά, ένας κατακτητής της ζωής που τον περίμενε κρυμμένη στο δάσος που τόσα χρόνια απλά κοιτούσε απέναντί του.
Το Δάσος…
Πόσα πράγματα είχε ονειρευτεί πως θα έβρισκε μέσα του, πόσες φορές είχε ταξιδέψει σε ρυάκια, σε κρυστάλλινες πηγές που μύριζαν φρέσκια πρωινή ανάσα…πόσα αρώματα λουλουδιών τον είχαν ζαλίσει στα όνειρά του.
Τότε που ήταν δεμένος με το σχοινί στο ξύλινο σπιτάκι του.

Στεκόταν ανάμεσα στα πρώτα δέντρα, το φως του φεγγαριού λιγόστευε λίγο πιο κάτω και έκανε την εικόνα ανάμεσα στους κορμούς θολή και ακαθόριστη. Μέσα του λύσσαγε να ανακαλύψει αυτό το σκοτάδι, καιρό τώρα το είχε αποφασίσει και δε θα έκανε πίσω σήμερα. Όχι σήμερα…
Προχώρησε με τρεμάμενα πόδια και την υγρή μουσούδα του να ψάχνει πάντα τον κίνδυνο στο επόμενο βήμα..
Οι πατούσες του βουτούσαν σε χώμα νοτισμένο, τα νύχια του σκίζαν φύλλα και έγδερναν ξερόκλαδα…τι ομορφιά..
«Κάπως έτσι νιώθει ένας κυνηγός», σκέφτηκε, «κάπως έτσι θα μυρίζει η ευτυχία»…
Πέρασαν ώρες με τα αυτιά του τεντωμένα να απολαμβάνουν κάθε νέο ήχο και την ουρά του να ταλαντεύεται ήρεμα από κάθε νέα εμπειρία.
Ήπιε νερό σε ένα ποταμάκι που άστραφτε κάτω απ΄τα αστέρια και ξάπλωσε με το κεφάλι του ακουμπισμένο στις ρίζες ενός δέντρου…

……………………………………………………………………………………………………

23.7.08

Στο λαβύρινθό μου...

Ξεκόλλα φίλε…
Δε ξέρω τι θέλω..
Δε ξέρω αν θέλω εμένα μέσα μου καν…
Θα σηκωθώ αύριο το πρωί και καθώς πλένω το πρόσωπό μου θα κλαίω, θα ντυθώ και θα φύγω για τη δουλειά μου χαμογελαστή. Με αυτό το άθλια φτιαγμένο χαμόγελο, αυτό που έχουν μάθει όλοι και τους λείπει όταν το σκοτώνω…
Μαλάκες!
Είμαι ο πιο ψεύτης άνθρωπος, για σήμερα στο λέω αυτό!
Μπορώ να παραδεχθώ πειστικά ότι θες, μπορώ να αρνηθώ το ίδιο πειστικά όσα δε θέλεις να ακούσεις.
Έχω σε ράφια τακτοποιημένες μέσα μου όλες τις δικαιολογίες αιώνων…Όμορφες, ενοχλητικές, έξυπνες, προκλητικές…
Χμμμ…ποια να φορέσω για ’σενα σήμερα?
Ποια θέλεις να ακούσεις?
Εγώ?
Εγώ θέλω αλήθεια μόνο…
Δύσκολο πράγμα η αλήθεια. Τη φωνάζεις, τη φωτίζεις και την προσκυνάς αλλά όταν έρθει η ώρα να τη βγάλεις …τότε την πασπαλίζεις χώμα να μη φαίνεται και βγάζεις ότι πιο μαλακισμένα όμοιό της έχεις φτιάξει!
Μυρίζει αλλιώς όμως ρε…θα έπρεπε να το ξέρεις!
Η αλήθεια έχει δική της μυρωδιά, κάτι σαν τη ζωή, τον έρωτα, το αληθινό και γάργαρο γέλιο…
Η «σαν» αλήθεια βρομάει σαπίλα απο μακριά…
Ναι …ναι… έχεις δίκιο…στα δικά μου μάτια βρομάει!
Χα!
Στα μάτια μου βρομάει!..
Ραντεβού στο τέλος ημερών, θα σε πάρω αγκαλιά και θα σε αποχαιρετήσω, τώρα ούτε αυτό δε μπορώ να κάνω.
Δεν έχω αγκαλιά, τρύπησε…
Την τρύπησαν οι σιωπές που σέρνονται μέσα και έξω απ’την ψυχή μου.
Μεγάλωσα κι όμως ίδια μου φαίνομαι…και θεέ μου πόσο θα’ θελα να ήμουν πάλι παιδί!
Πέντε χρονών να λέω ποιήματα πάνω σε θρανία και να γελάω με χρωματιστή πλαστελίνη στα χέρια μου.
Να ήμουν πέντε χρονών θα ήθελα και να πεθάνω σε εκείνο το τώρα. Να θαφτούν χαρές και χρώματα…όχι σκοτάδι, τύψεις και φοβέρες!
Καλημέρα μου λέω πάλι…οδηγώ και ο αέρας με φωνάζει να πιω καφέ κάπου μακριά από εδώ.
Χθες χάθηκα στο βλέμμα ενός περαστικού που στάθηκε και με κοιτούσε…
Φοβήθηκα..
Δε θέλω να με πλησιάσει κανένας, δε θέλω να διώξω κανέναν, δε θέλω να ψάξει μέσα μου κανείς!
Δεν υπάρχω για ’μένα , δε μπορώ να σηκωθώ καν για να σου ανοίξω την πόρτα να μπεις.
Έκανα μπάνιο στη θάλασσα και ψιχάλιζε…Το έχεις ζήσει αυτό?
Ήθελα να ουρλιάξω χωμένη μέσα στο νερό και να με ακούσει ο ουρανός που έκλαιγε…
Έσβησα για λίγο, για τόσο λίγο μοιράστηκα σε σταγόνες που ξεκινούσαν και τελείωναν σε ένα γυάλινο φόντο.
Αόρατες σκέψεις που απλά υπάρχουν και κανένας δε τις χρωματίζει με την ανάσα του για να τις καταλάβεις…
Φοβισμένοι μαλάκες, φοβισμένη και εγώ…
Για να δω τι έχω για αύριο…χμμμμμ….καφέ, ποτό, σινεμά…
Να ανοίξω τη ντουλάπα μου να δω ποιον εαυτό θα βγάλω βόλτα..
Ποιος άραγε νομίζει πως με ξέρει?
Ποιος νομίζει πως με έκανε δική του έστω και λίγο?
Να έρθει να μου μάθει από ποιο δρόμο μπήκε, γιατί αν είναι δρόμος που του άνοιξα εγώ τότε σίγουρα ήταν για κάποια απ΄τη ντουλάπα. Ένα κουστούμι μου γνωρίζετε όλοι…
Μόνο αυτό…
Εσύ με τα κόκκινα μάγουλα και τα καστανά μάτια …εσύ με ξέρεις καλά ρε…
Εσύ καταλαβαίνεις πως πονάω..
Ντύνομαι και για σένα είμαι γυμνή…πάντα θα είμαι.
Δε με φοβάσαι και δε θες να με νικήσεις, γι’αυτό θα υπάρχω..
Για σένα και για όποιον έχει τα αρχίδια να σου μοιάσει!
Και δεν ξέρω καν αν θα μπορέσει κανένας να σου μοιάσει..
Χααχαχαχαχα…
Κανένας…ούτε μετά από 7 χρόνια, ούτε μετά από μια ζωή..

Γι’ αυτό σου λέω…
Εγώ δε θέλω τίποτα ρε φίλε, ξεκόλλα!

22.7.08

'Αλλη...

Απογευματάκι σε ένα καφέ με λίγο κόσμο και χαλαρή μουσική.
Θάλασσα …
Κάτι έχει το γαμημένο το αλάτι που σε καθαρίζει, λες και σηκώνει όλα τα βάρη που έχεις και ανασαίνεις ευκολότερα όσο το αφήνεις να μπαινοβγαίνει μέσα σου.
Γυαλίζουν τα βότσαλα κάτω απ΄το νερό και μαζί τους γυαλίζουν στολίδια περασμένων καιρών στο μυαλό μου.
Είχα ανάγκη να αφήσω λίγο ελεύθερο το βλέμμα μου, να μη το ντύσω με άλλους τοίχους .
Είχα ανάγκη να μπω στο νερό για λίγο, να με κρατήσει στην επιφάνεια αυτό και όχι εγώ.
Να νιώσω ελεύθερη από όλα για όσο...
Γαλάζιος ουρανός και δυο σύννεφα μόνο, θα τους χαρίσω τις σκέψεις μου σήμερα να τις πάνε μακριά, να τις σκορπίσουν βρέχοντας το χώμα κάπου αλλού…όχι εδώ.
Θα φυσήξω όλη μου την αλήθεια εκεί ψηλά, να φύγει από εμένα, να μη με κρατάει κλεισμένη μέσα της πια.
Θα στεγνώσω στον αδύναμο ήλιο, θα αφήσω τον άνεμο να ξεράνει τα πάντα πάνω μου, να με γεμίσει άμμο.
Στο σώμα, στα μαλλιά, στα μάτια…
Να με καλύψει αν μπορεί, να χαθώ και να βγω μέσα απ΄το χρυσαφί μια άλλη.
Άλλη …
Να σηκωθώ να περπατήσω σε καινούργιο μονοπάτι, να με μάθω ξανά βήμα το βήμα.
Να ψάξω το χαμόγελό μου, τον εαυτό μου, να με χτίσω απ'την αρχή ξανά.
Άδεια πια…
Απ'την αρχή ξανά...

20.7.08

Παραμιλητό μου....


Γυρίζω ....
Ανασαίνω βαθιά...άλλη μια φορά.
Χτυπάει το τηλέφωνο...
Ένα τέρας βγαίνει από μέσα και με δαγκώνει ξανά και ξανά. Πονάει ...πάλι!
Μιλάει το τέρας, ουρλιάζει και εγώ ακούω σιωπηλή..άλλη μια φορά.
Πως γίνεται ρε φίλε να ζεις στιγμές μέσα σε λάθη και να μη παίρνεις μυρωδιά?
Πως γίνεται να πέφτεις τόσο έξω?
Πως έχασες ρε? Που σε ξέχασες?
Είμαι μαλάκας...μου λέει ο εαυτός μου και μια φωνή γελάει στο πίσω μέρος του μυαλού!
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ
ΧΑΧΑΧΧΑΧΧΑΧΑ
Το τέρας σφυρίζει τώρα, τα βουνά γύρω μου με προσπερνάνε σε ένα χρόνο που σταμάτησε εδώ και ακούει μόνο τη φωνή του μυαλού που γελάει ακόμα.
Το πρόσωπό μου μάλλον πάγωσε γιατί δεν το νιώθω, δε με νιώθω μαλάκα........
Κλείνω το τηλέφωνο και στο κεφάλι μου ο εαυτός μου ψάχνει γωνία να κρυφτεί..πάλι!
Τα μάτια μου δάκρυσαν γιατί στάζουν τα μάγουλά μου...αλλά σου είπα ..δε νιώθω μη σκας.
Πόσα χρόνια ρε ...πόσα πέρασαν παρέα με μια απόφαση?
Πόσα πράγματα ξέφυγαν?
Σε πόσα προσποιήθηκα και δεν το κατάλαβα ποτέ?
Τι διάλο, πότε πάγωσα για πρώτη φορά ρε ?
Ξέρεις να μου πεις εσύ? Εγώ θα σε ακούσω.
Ακούω ρε, είμαι καλή στο να ακούω...αλλά είπαμε...δε νιώθω μη γαμήσω.
Το έχασα κάπου αυτό και εσύ δε ξέρεις να μου πεις που...
Οι ήχοι έσβησαν, ακόμα και η ανάσα μου δεν υπάρχει. Ένα παιδί στο πίσω κάθισμα κλωτσάει την καρέκλα μου και θέλω τόσο πολύ να το χτυπήσω. Να το πνίξω θέλω ρε...
Το τέρας θέλω να πνίξω..τον εαυτό μου που δεν ένιωσε..Όλα θέλω να τα πνίξω.
Το μαλάκα μέσα μου να πνίξω...
Πόσο σίγουρος είσαι για σένα ρε?
Εγώ καθόλου. Ναι...32 χρόνια μου πήρε για να μη με ξέρω.
Να μη με μάθω ποτέ...
Πολλά? Λίγα..
Σκατά σου λέω και εσύ με ακούς.
Ακούς?
Παραμιλάω και δεν ακούγομαι, το ξέρω..αυτό το γνωρίζω καλά.
Το παραμιλητό μου.
Το είχα πάντα ρε...γεννήθηκε πριν από μένα και δεν ξέρω πως να το σκοτώσω το γαμημένο.
Ξέρεις εσύ?
Παραμιλάς και εσύ ε?
Τότε χέστα ρε...άστα να πάνε...
Να πάνε στα γαμίδια ρε..
Φύγε από εδώ ..τρέχα...
Τρέχα...

15.7.08


Ξύπνησα κάποια στιγμή ξημερώματα...
Είπα να βγώ στην ησυχία για ένα τσιγάρο και ύστερα να δοκιμάσω να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου γιατί έχω γίνει σαν μπαγιάτικο μύδι απ΄το ξάπλωνε, γύριζε, στριμώξου στον καναπέ.
Είχε δροσιά στο μπαλκόνι και δεν μου έκανε όρεξη να μπω μέσα.
Λοιπόν, ξέρεις τι θα ήθελα αυτή τη στιγμή ρε?
Μια καρέκλα στον ουρανό..Ναι!
Μια θέση εκεί πάνω να τα βλέπω όλα από ψηλά και να μη με πιάνει το μάτι κανενός.
Να είναι τα φώτα σας αστέρια που θα κοιτάζω τη νύχτα, πολύ μακρινά και ανίκανα να με πληγώσουν.
Να μην υπάρχει κανένα όριο στο γαλάζιο μου, κανένα τέλος στο μυαλό μου και όλοι εσείς να σκορπάτε τις φωνές και τους θορύβους σας σε ένα κόσμο άγνωστο, μικρό, αδιάφορο.
Να περιμένω να νυχτώσει και να ξαπλώνω στην καρέκλα μου ρουφώντας άνεμο και φυσώντας την ψυχή μου σε ένα σκοτάδι που περιμένει να γεμίσει από εμένα. Ένα σκοτάδι που με εμπιστεύεται και δεν το φοβάμαι...

Όμορφα δεν θα ήταν...? Ήρεμα θα ήταν ρε...έτσι για αλλαγή.

Κάπνισα τρία τσιγάρα χωρίς να το καταλάβω και τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν..
Πριν κλείσω το παράθυρο κράτησα την εικόνα του ουρανού, αυτού του ουρανού που με χώρεσε για απόψε...με ηρέμησε.
Τώρα μπορώ να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου...
Μέχρι αύριο ρε..
Φιλιά

8.7.08

Αλληλογραφία μεταξύ μελών οικογενείας...

Λοιπόν, άκου πως έχει η κατάσταση…
Σήμερα πήρα γράμμα...


"Ανιψιά, αυτή τη στιγμή όχι μόνο δεν τη παλεύεις, δεν παλεύεσαι κιόλας.
Σήμερα λοιπόν σου γράφω ένα γράμμα και θα το αφήσω εδώ να υπάρχει μέχρι να ξεκουνηθείς να μου τη πείς, να ξεχεστούμε, να θυμώσεις, να κλάψεις, να προχωρήσεις ρε αδερφέ!
Για πάμε μία…

Αγαπητή ανιψιά…
Όχι..
Αγαπημένη ανιψιά…
Ούτε..
Χμμμμμ…κάτσε το’χω…

Μαλακισμένο μου,
Ήρθε η ώρα να σου πώ ότι μιας και έχεις γονατίσει απ΄τη μαλακία και ξημεροβραδιάζεσαι σε κλαψομουνιάρικα ποστάκια, εγώ η αγαπημένη σου θεία θα σε πλακώσω στις μάπες να ισιώσεις!
Καλό μου παιδί, πρέπει να σηκωθείς ξανά, να καταλάβεις ότι όσο κι αν νιώθεις σκύλα, μαλάκας, απογοητευμένη…όσο κι αν τρίβεσαι στα σκατά…τα μούτρα σου θα μείνουν ίδια!
Στο λέω εγώ που και πλαστικές έκανα και ορούς νεότητας πήρα…και ότι μπορεί να κατεβάσει το μυαλό κάποιου, το χρησιμοποίησα.
Ο άνθρωπος δεν αλλάζει για κανέναν!
Σε κάποια πράγματα κάνεις πίσω, σε άλλα προσπαθείς να βρεις μια χρυσή τομή, προσπερνάς τον εαυτό σου, τον ξεχνάς…ΔΕΝ αλλάζεις όμως.
Όχι επειδή το απαιτούν οι καταστάσεις ή ένας άλλος άνθρωπος. Αλλάζεις μόνο για την πάρτη σου και όπου δεν κάνεις εσύ σε εσένα!
Ξέρω ότι είναι δύσκολο καμιά φορά όταν είσαι μέσα σε μια κατάσταση να βρείς την πόρτα για να φύγεις. Ξέρω ότι έκανες παπαριές, κόπηκες από καναδυό καρφιά όταν ξεκρέμαγες τα παλιά κάδρα, άφησες λίγο παραπάνω το βλέμμα σου σε ένα καθρέφτη, μονολόγησες αρκετά με ανύπαρκτους συνομιλητές.
Πάνε αυτά ρε…
Σήκω, άνοιξε τα παράθυρα γιατί βρώμισε εδώ μέσα σάπια όνειρα.
Ξεσκόνισε γιατί έχεις καλυφθεί με σκόνη χρόνων…
Δε σε βλέπει κανείς έτσι όπως έχεις γίνει.
Ντύσου με χρώματα να μη γαμήσω!…
Βάλε αλλιώς τη διάθεσή σου, μάζεψε ότι σε χαλάει και κάψε το.
Ο χρόνος περνάει και δε λυπάται κανέναν, δε περιμένει κανέναν…
Έτσι πρέπει να είσαι και εσύ.
Μαγιό, σαγιονάρες, πετσέτα, παραλία.
Γκομενάκια, ποτάκια, θάλασσα, χορό…
Κοπελιά…ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΛΕΜΕΕΕΕΕΕ!
Δε πέθανες τζουτζούκα, απλά άλλαξες σελίδα…δυό σελίδες μη σου πώ.
Μαθαίνεις απ΄τα λάθη σου μικρή, κι ο σκύλος αν καεί σε μια μπουκιά θα μυρίσει την επόμενη καλά πριν να την φάει…
Βγες και πρόσεχε ποιον αφήνεις μέσα, πέρνα καλά και μη μασάς.
Άλλωστε κληρονομικά αν το πάρεις ..Τσαντίλω είσαι και Τσαντίλω θα μείνεις!!!
Ποιος θέλει να μπλέξει με εμάς???
Βοοοοοοοοοοοοουυυυρ λέμεεεεεε….
Ναι ξέρω βρε μαλάκα, χαλαρά, δε γίνεται απ’τη μια μέρα στην άλλη…
Απλά έχεις ξενερώσει την οικογένεια, βάλε και τους αγαπητούς μου αναγνώστες που ιστορία περιμένανε και παραμιλητό αντίκρυσαν…Θα με ξεχέσουν και θα σε σκίσω!
Άντε σήκω, πάμε μαζί μπανάκι και από αύριο βλέπουμε.

Καλή μας τύχη μαλακισμένο μου!

Φιλιά,
Η θεία Τ."

5.7.08

Θα πετάξει...

Φωνές στο δωμάτιο, πράγματα σπάνε.
Βαριές κουβέντες και πόνος.
Δυο σκιές περνάνε από μπροστά της.
Η μια κυνηγάει την άλλη με μίσος, οι τοίχοι φοβούνται και μαζεύονται…γίνονται μικροί.
Το ταβάνι τους πλακώνει και κάνει τις σκιές να γδέρνουν με τα νύχια το τσιμέντο, να ξεφλουδίζουν τα χρώματα που έβαψαν μαζί με αλλοτινές στιγμές τους.
Τα μάτια της κλειστά.
Δεν τα βλέπει όλα αυτά.
Δεν είναι ανάγκη να τα δει, τα ξέρει …είναι γραμμένα στο μυαλό της.
Είναι ένα δέρμα με φολίδες που την τρώει και φύτρωσε παλιά πάνω απ’το δικό της.
Γονατισμένη, σιωπηρή ..σφίγγει στις παλάμες της ότι πιο πολύτιμο της εμπιστεύτηκε η ζωή.
Μέσα της βράζει το αίσθημα της προστασίας για αυτό που κρύβει, σαν ένα παρανοϊκό φίλτρο. Σαν αυτό που της έλεγαν ότι υπάρχει στην καρδιά της μάνας, σαν αυτό που κάνει τη μια απ’τις δυο σκιές να ουρλιάζει για να ξεσπάσει πάνω της όλο το φθόνο του το σκοτάδι. Να το κρατήσει μακριά από μια ψυχή που δεν άντεξε και γονάτισε στη γωνιά του δωματίου για να κρυφτεί.
Σε λίγο οι ήχοι απομακρύνονται, ένα ψιθυριστό κλάμα παίρνει τη θέση τους.
Ένα κλάμα που ποτέ δε θα χαθεί σε κανένα παρελθόν.
Πονάει πιο πολύ από κάθε τι στον κόσμο αυτό το κλάμα, βρίσκει το δρόμο για την καρδιά σου αν είσαι παιδί και ριζώνει εκεί για πάντα.
Και εκείνη είναι παιδί.
Ένα φοβισμένο παιδί με υγρά μάτια και γδαρμένα γόνατα.

Και είναι ακόμα παιδί, εκείνο το παιδί που κάποιος κατάφερε φορές να το γυρίσει πίσω.
Κατάφερε να το κάνει να κλείσει πάλι τα μάτια και να γονατίσει μέσα του…ξανά.
Τώρα όμως όλα θα αλλάξουν, θα πάρει μια ανάσα βαθιά και σαν αρχίσουν να χορεύουν μέσα εκείνες οι παλιές σκιές θα ανοίξει τις παλάμες και θα αφήσει ελεύθερο το μυστικό του κόσμο που κράτησε ανέγγιχτο απ’όλα.
Θα ανοίξει τα χέρια και θα αφήσει τα χρώματα που έζησαν να ανασάνουν..

Θα πετάξει μακριά….


4.7.08

Απ'την αρχή..

Σσσσστ…
Μη με ενοχλείς.
Η πόρτα είναι ανοιχτή, μπες και κάθισε όπου θέλεις.
Μόνο μην αγγίξεις τίποτα, άφησέ τα όλα όπως είναι, μην αλλάξεις τίποτα…
Δε μπορώ ακόμα..
Μη μου μιλάς, μη περιμένεις να απαντήσω.
Ξόδεψα όσα λόγια είχα σε άδειους τοίχους.
Ρώτησα ξανά και ξανά…
Φώναξα ώσπου να μη θυμάμαι πια το λόγο της κραυγής μου.

Μπες, κάθισε, μη μου μιλάς…
Σκόρπισα μόλις τον εαυτό μου και προσπαθώ να με φτιάξω απ’την αρχή.

Μη φύγεις, κάθισε ώσπου να κοιμηθώ, φοβάμαι μόνη εδώ μέσα.
Πάρε με μια αγκαλιά να ξεχαστώ, κράτα με λίγο παραπάνω απόψε.
Χίλιες φωνές ουρλιάζουν στο κεφάλι μου και δε μπορώ να βρω ποια είναι η δική μου.
Κάθισε λίγο, μέχρι να σωπάσουν.
Λίγο ακόμα, να βάλω τα κομμάτια σε σειρά.

Σκόρπισα μόλις τον εαυτό μου και πρέπει να με φτιάξω απ’την αρχή.

3.7.08

Πάμε..

Νέα δεδομένα…
Προσαρμογή…

Στα 16 εργοστάσιο, έπρεπε.
Στα 18 βραδινή δουλειά, έπρεπε.
Στα 22 τρείς δουλειές, για λίγο ήταν, έπρεπε.
Στα 30 άλλη πόλη, δε γινόταν αλλιώς.
Στα 31 σε ένα τάφο μπροστά, αντίο δεν υπήρχε ποτέ, μάλλον γιατί έτσι έπρεπε.
Στα 32 σπίτι άδειο πρώτη φορά...


Μια ζωή χωρίς κανένα δεδομένο, μια ζωή να προσαρμόζεσαι γιατί έτσι πρέπει.
Σήκω και τώρα μικρέ μου και περπάτα.
Το έχεις, το ξέρω ότι το΄χεις…
16 χρόνια τώρα τα πήγες μια χαρά.
Σήκω και εγώ θα βοηθήσω όσο μπορώ.
Ξεκίνα να αλλάζεις, να ξεχωρίζεις, να ξεχνάς, να δημιουργείς…και εγώ θα είμαι εδώ.
Όπως πάντα.

Θα καείς και θα γεννηθείς ξανά.

Νέα δεδομένα…
Προσαρμογή…
Ξανά.
Γιατί έτσι είναι
Πάμε.

2.7.08

Tαξιδι ημερών..

Διακοπές..
Πότε?
Παλιά..
Πού?
Δεν έχει σημασία..
Ώρες αγκαλιασμένες με τη θάλασσα, με βιβλία, με βουτιές και χαμόγελα..
Ατελείωτα βράδια που τα έσβηνε το φως του πρωινού και ξανάρχιζαν πάλι με ένα κλειστό παράθυρο στη μέρα.
Ελληνικός καφές και ένα ποτήρι νερό..ένα και για τους δύο..πάντα.
Μουσική σε ένα μπαρ και φιλιά που μέτραγαν την υπομονή ως το γυρισμό στο δωμάτιο.
Χέρια ενωμένα και αγκαλιές σφιχτές, αληθινές.
Δάκρυα για να εκτονωθεί η ευτυχία ενός καλοκαιριού.
Μια παρέα για πάντα…
Τότε.

Χρόνια…
Πέρασαν…
Άλλαξαν πολλά…
Μίκρυναν τα βράδια, μεγάλωσε το κλειστό παράθυρο που είχε μέσα του κάθε ένας χωριστά.
Τηλεόραση και σιωπή.
Αγκαλιά για καληνύχτα και πλάτες γυρισμένες για όνειρα απομακρυσμένα.
Άλμπουμ με φωτογραφίες στο ράφι της βιβλιοθήκης.
Υποχωρήσεις, νεύρα, φωνές και μια υποψία από εκείνο το παλιό χαμόγελο…που έσβηνε.
Μια παρέα από συνήθεια..
Λίγο πριν..

Αριστερά, η μεριά μου στο κρεβάτι.
Μωβ, η δική μου πετσέτα.
Μπλε κουνιστή πολυθρόνα, η θέση μου στο μπαλκόνι.
Στριφτό τσιγάρο και ένα ποτήρι κρασί.
Ένα..για έναν..τώρα.
Σιωπή.
Δική μου.

Μαύρο σημειωματάριο και σκέψεις χαμένες μέσα του.
Απόγευμα και φωνές από παιδιά που παίζουν.
Άδεια ράφια και μια ξεχασμένη κολόνια.
Κι άλλο τσιγάρο, κι άλλο κρασί.
Η τηλεόραση δυνατά να πνίξουν οι ήχοι της όλο το σπίτι.
Να φτάσουν στο μπαλκόνι, στη μπλε πολυθρόνα μου.
Να χυθούν στο ποτήρι μου και να με νανουρίσουν.
Να με πάρουν αγκαλιά να κοιμηθώ..
Να κοιμηθώ λίγο γιατί ξέχασα πως είναι...


Να διαλύσουν αυτή τη γαμημένη σιωπή..