26.7.07

Χάρων



Γιός του Ερέβους και της Νύκτας λέει..κάθεται στη βάρκα του και μου χαμογελάει..
τα σκοτεινά νερά είναι γαλήνια και με ηρεμούν..
Στεκόμαι απέναντί του και σκέφτομαι αν είναι η ώρα να ταξιδέψω στη λίμνη του..
Κοιτάζω πίσω και σίγουρα κάτι υπάρχει μα δεν το βλέπω..το μυαλό μου είναι εκεί,στο ταξίδι μαζί του.
Ψάχνω τις τσέπες μου να βρω το αντίτιμο..χωρίς αυτό δεν έρχεσαι,λέει..
ψάχνω,τι θα κοστίσει άραγε..δεν βρίσκω τίποτα..
Να δώσεις την ψυχή σου λέει..
Την ψυχή μου?
Δεν μπορώ να σε δώ,κοίτα με λίγο,ποτέ δεν εμπιστεύομαι κάποιον αν δεν κοιτάξω μες στα μάτια του..έχεις μάτια?
Δε θα περιμένει άλλο..όμως δεν ξέρω..νιώθω ναρκωμένη,όπως όταν κάτι γλυκό σε έχει κάνει να ζαλίζεσαι και να μην ξέρεις αν θα κινηθείς μπρός ή πίσω,όταν είσαι στο μεταίχμιο μιας πραγματικότητας που μόνο στο δικό σου μυαλό ζει..
Η βάρκα του απομακρύνεται ..δυο φιγούρες μέσα..πήγε άλλος στη θέση μου απόψε και έμεινα στην άκρη της στεριάς να αναρωτιέμαι..πρέπει να βρω αντίτιμο..δε θα του δώσω την ψυχή μου..όχι για μια βόλτα..όχι για μια ζωή..