31.3.08

Μόνο φωνές..


Ξεκίνησε τη βόλτα της έξω απ΄το κελί.
Άλλη μια μέρα όπως όλες οι άλλες.
Περπάτησε σιωπηλή ως το κομμάτι της αυλής που το γρασίδι είχε φαγωθεί και είχε απομείνει σκέτο χώμα. Απλό σκούρο χιλιογδαρμένο χώμα..Πήρε από κάτω ένα κλαδάκι και βάλθηκε να ζωγραφίζει πρόσωπα στεγνά, χωρίς μάτια, χωρίς στόμα. Σκέτα γυμνά πρόσωπα..

Ο ήλιος τη χτύπησε στο πρόσωπο και μισόκλεισε τα μάτια..Δεν της άρεσε ο ήλιος από παιδί, έδειχνε πολλά, δε σε λυπόταν, έκαιγε..

Πατημασιές την πλησίασαν για πρώτη φορά, το κορμί της μαζεύτηκε ασυναίσθητα σε στάση εμβρύου..έκρυψε το κεφάλι στα γόνατα.
"Γειά σου..Σε είδα που κάθεσαι μόνη σου και ..Τι ζωγραφίζεις?"
Απάντηση δε δόθηκε ποτέ. Γύρισε μόνο και κοίταξε προς το μέρος που ερχόταν η φωνή. Ήταν κόντρα στον ήλιο και δεν μπορούσε να δει παρά μόνο το περίγραμμα του σώματός του. Έσκυψε πάλι στο χώμα της και έμεινε ακίνητη. Περίμενε να τον δει να φεύγει..
Η σκιά του προς μεγάλη της έκπληξη συνέχισε να την σκεπάζει.

"Θέλεις να μιλήσεις μαζί μου? Για λίγο μόνο..Έχω την ανάγκη να μιλήσω και εγώ.."
Ήθελε να μιλήσει μα πως να του εξηγήσει πως κανείς δεν της το έμαθε ποτέ αυτό.
Έπιασε το κλαδάκι της πάλι και χάραξε γράμματα στο χώμα, δεν τον ξανακοίταξε, περίμενε απλά.
"Δεν πειράζει, θα μιλάω εγώ για σένα, θα είμαι η φωνή σου. Εσύ θα μου ζωγραφίζεις και εγώ θα σου μιλάω για τα πάντα. Εντάξει?"
Ζωγράφισε δυο μάτια μόνο..και έτσι ξεκίνησε..
Τα γράμματά της απέκτησαν φωνή, τα βράδια τα φώναζε βαθιά μέσα της για να τα θυμάται. Ο χρόνος έξω απ΄το κελί ήταν τα πάντα, ξαφνικά η σκιά που στεκόταν μπροστά στον ήλιο έγινε τα πάντα.
Εικόνες που την έπνιγαν γίνονταν μια καθαρή φωνή και γέλιο που τα φώτιζε όλα.

Κάποιο πρωί έμεινε μόνη να ανακατεύει το χώμα. Η σκιά είχε πια χαθεί, είχε έρθει η ώρα να χαθεί..
...............................................

Το χέρι της συνεχίζει να σκαλίζει πρόσωπα, γράμματα, σκιές.
Στο σκοτάδι ανάμεσα στους τοίχους ακούγονται οι κραυγές της σιωπής που τόσο καιρό μάζευε.

Έμαθε να μιλάει με τη σκιά και την κατάπιε, έγινε η ίδια το ουρλιαχτό του σε ένα σώμα στεγνό που ακόμα ζωγραφίζει σε εκείνη τη γωνιά με το σκαμμένο χώμα.

Ζωγραφίζει πρόσωπα με χαμόγελα..

27.3.08

Παιχνίδια του μυαλού

Καμιά φορά, σκέφτεται πως το χειροκρότημα στο τέλος, είναι για αυτόν.
Πως το κρεβάτι είναι βάθρο και υπάρχει κόσμος από κάτω που τον παρακολουθεί.

Στέκεται στη μέση της σκηνής και..
Ζυγίζει..
Την ψυχή του απ΄τη μια και απ΄την άλλη το κουλουριασμένο του σώμα.
Στέκεται..
κι ακούει την αόρατη ζυγαριά του να τρίζει, βαθιά τρυπώντας τη σιωπή του δωματίου.
Κοιτάζει..
το είναι του να κρέμεται απέναντι σε όσα δείχνει οτι είναι..
Ταλαντεύονται μια ψηλά, μια χαμηλά κι εκείνος κρατά την ανάσα του γι΄απόψε, αδειάζει περιμένοντας τον νικητή.
Το πλήθος σιωπά και περιμένει..
Κι η ζυγαριά του..
φέρνει για μια στιγμή το σώμα του ψηλά κι ύστερα όλα όσα εκείνο κρύβει.
Παρακολουθεί τις δυο πλευρές του εαυτού του, την αόρατη απέναντι στην ορατή. Η μια πλάι στην άλλη, σαν δυο κρυφοί εραστές που θύμωσαν μετά από κάποιο ανούσιο καβγά και γυρίζουν τις πλάτες. Δυο κρυφοί εραστές που αν καταφέρουν να δουν ο ένας τα μάτια του άλλου θα βρούν το δρόμο για να γίνουν πάλι ένα.
Κρατά ακόμα την ανάσα του και περιμένει.
Και εκείνη αποφασίζει…
Κι όλοι χειροκροτούν.. γυρίζουν την πλάτη και φεύγουν γελώντας.
Μένει μόνος..

Κάθε που μένει μόνος γδύνεται και προσπαθεί να βρεί απάντηση ακουμπώντας τα πάντα του σε μια αόρατη ζυγαριά. Που πρέπει να κρύψει όλα όσα τον στοιχειώνουν?
Να τα θάψει στα βάθη της ψυχής και να πείσει το σώμα του να σβήσει τη φωτιά του αλλού..
Να αφήσει την αγκαλιά του να νοιώσει κι ύστερα να αδειάσει την ελπίδα μέσα του για ότι άλλο..
Και το μυαλό του δε λυγίζει, δε δίνει την απάντηση, δεν τον αφήνει να πάρει ανάσα..

"Ξύπνα, παραμιλάς...τι σου συμβαίνει?"
"Δεν είναι τίποτα, παιχνίδια είναι μονάχα..παιχνίδια του μυαλού.."

Σκυφτός βγαίνει απ΄το θέατρο του παραλόγου που βασιλεύει στην κρεβατοκάμαρά του και ανάβει ένα τσιγάρο παρέα με τον άνεμο στο μικρό μπαλκόνι.
Στέκεται με την πλάτη στο διαχωριστικό και ξέρει πως στο διπλανό διαμέρισμα κοιμάται εκείνη. Ξέρει πως ένας τοίχος χωρίζει τις σκέψεις του απ΄το να ενωθούν με τις δικές της. Ένα μπαλκόνι που απ΄τη μια μεριά του έχει τη ζωή που ζει και απ΄την άλλη όσα θέλει και ποτέ δεν τα έχει παραδεχθεί.
Ένα μικρό πεζούλι και πάνω του τρείς γλάστρες με μενεξεδιά λουλούδια, το άρωμά τους το ξέρει μόνο αυτός. Το ερωτεύτηκε μια νύχτα χωρίς να το καταλάβει. Μπήκε μέσα του και άλλαξε τα πάντα..
Τα κάγκελα που κρατάν το σώμα του είναι παγωμένα και ακουμπά πάνω το πρόσωπό του που καίει. Οι σκέψεις του πήραν φωτιά πάλι απόψε, ταξίδεψαν στο κρεβάτι της και την πήραν αγκαλιά, σύρθηκαν στα χείλη και τη φίλησαν.
Πως μπορεί κάποιος να φυλακίζεται σε μια ζωή ? Πως γίνεται το κλειδί της ανάσας του να ζεί σε ένα άλλο σώμα?
Ο ουρανός κρυμμένος πίσω απ΄τα σύννεφα μοιάζει ειρωνικός, σκληρός.
Τα μάτια του μαθαίνουν το σκοτάδι και κυνηγάνε μια μια τις εικόνες που ξεδιπλώνει η φαντασία του.
Τα δυο μπαλκόνια ενωμένα χωρίς διαχωριστικό, χωρίς κανένα τοίχο..
Τελειώνει το τσιγάρο του και καληνυχτίζει την παρέα που δεν είναι εκεί.
Ένα κρυφό θέλω σε ένα διαμέρισμα που ενοικιάζεται..
Μια σκιά που απλά ποτέ δεν υπήρξε.

Γυρίζει πίσω στο δωμάτιο μόνος, γεμάτος ουρανό και μαβιά λουλούδια.
Στα χέρια του κρατά όλα τα κομμάτια του εαυτού του, εκείνου του εαυτού που δεν ανοίγει σε κανέναν.
Εκείνου που για την πρώτη ανάσα περιμένει ένα κλειδί.
Κομμάτια σφραγισμένα καλά σε ένα μικρό κουτί κάτω απ΄το μαξιλάρι του.
Ένα κουτί χωρίς κλειδαριά…
Δώρο σε εκείνη.

ΥΓ. Απο πφφφφ(τ) σε πφφφφφφ κατα συμφωνία!
Έβαλα τα χεράκια μου κι έβγαλα τα ματάκια μου.
Τέσπα..
;p

24.3.08

Ιστορίες της θείας Τσαντίλως Νο 1

12:00
Μεσάνυχτα και ολόκληρο φεγγάρι.
Τέλεια!
Έβγαλε απ΄την κωλότσεπη το χαρτάκι με τις οδηγίες ...
"ΠΩΣ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΤΟ ΞΟΡΚΙ ΤΗΣ ΑΡΕΣΚΕΙΑΣ ΣΑΣ!"
Άνοιξε τη σακούλα με τα απαραίτητα για να φτιάξει το μαγικό ζουμί της ελευθερίας!
Χμμμ..
Τρείς μασημένες τσίχλες διαφορετικού χρώματος, μια γόπα από άφιλτρο τσιγάρο, 1 ½ φλούδα από σάπιο κρεμμύδι, 4 νύχια αρσενικού ταχυδρόμου, μισό κιλό νεύρα, 3 διακοπές ρεύματος ενωμένες ανάποδα και …7 γραμμάρια θετική σκέψη (ευτυχώς είχε μια φίλη που τις περίσευαν δώδεκα κιλά και εύκολα της χάρισε τα πολύτιμα 7 γραμμάρια!..)

Έριξε όλα τα υλικά σε κατσαρόλα χωρίς καπάκι, ζεσταμένη στους 142,4 βαθμούς ..
«Να δούμε τώρα τι κάνουμε..Σουτάρετε το μίγμα και ύστερα..
Μαλάκα τι το φτιάχνω τόση ώρα αν είναι να το σουτάρω??
Αααααααααα..κάτσε ρε σωτάρετε λέει..Πες έτσι να το δεχθούμε αδερφέ!
Που ήμουνα..σωτάρω και περιλούζω μαυροδάφνη και κοχλάζει…πρασινίζει, μαυρίζει, βρωμάει……………πήζει και …δοκιμάζω…χάλια..μμμμ…τρία στρώματα μούχλα…έτσι..και μετά…και αυτό ήταν!

Πφφφφφφφφφ τρελό ζόρι το ζουμί, χάθηκε να έφτιαχνα ένα ταψάκι γεμιστά,
που το΄χω κιόλας, να μοσχομυρίσουμε…Τέσπα..»


Ρίξε και ανακάτεψε και μπόχαααααααα, και μούχλα και …
ΜΠΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΜ!

Μια κακάσχημη μάγισσα με μια μια μυτόγκα να πετάχτηκε μπροστά της.
-Τι θέεεεελεις ηλίθιο κοριτσάκι???
«Μαλάκα είπε ηλίθιο η ρόμπα? Λες να με ξέρει? Εεεεμ αυτό θα πει μάγισσα οριτζινάλε..»
-ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ..Να, σας φώναξα γιατί θέλω την ελευθερία μου.
-Κόψε τους πληθυντικούς δεν έχω κλείσει καν τους 12 αιώνες ποταπή πανηλίθια..
«Το χοντραίνουμε λίγο το εργάκι ή μου φαίνεται? Όχι γιατί το πανηλίθια καπάκι με το ποταμή με χάλασε σαν σετάκι..»
-Ότι πείτε…Εεε ...πεις!
-Λοιπόν ανεπίδεκτο παράσιτο, θες κάτι σε φτερά δηλαδή για να καταλάβω?
«Μμμμμ λες να με κάνει νεράιδα ρε η ξεδοντιάρα?»
-Ναι ναι κάτι τέτοιο με εξυπηρετεί πλήρως!
-Και δε μου λες χαμένη..το περιβάλλον στο οποίο θα είσαι πώς να είναι?
-Α δε με νοιάζει ..καθόλου δε με νοιάζει. Άλλωστε έχω πήξει στο σκατό στη δουλειά οπότε όλα τα αντέχω, αρκεί να είμαι ελεύθερη!
-Αχαααααααα…εντάξει λοιπόν…ετοιμάσου..

ΣΙΧΤΙΡΙΜΠΛΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΜ !!!

Η ηρωίδα μας εξαφανίστηκε μέσα σε ένα πράσινο καπνό..
Κανείς δεν την ξαναείδε από τότε.
Εγώ όμως που ήμουν εκεί και γι’αυτό σας διηγούμαι την ιστορία..μόλις είδα τη μάγισσα να φεύγει πάνω στη μαγική της σκούπα έτρεξα να βρω το άμοιρο το κοριτσάκι.

Ρε παιδιά δε φαντάζεστε τι είδαν τα πανέμορφα πρασινογάλαζά μου
μάτια.
Είδα που λέτε μια τεράστια, καφετιά, απλωμένη …..σκατούλα.
Στην αρχή δεν κατάλαβα..
Από πότε πετάνε οι σκατούλες?
Κι αν αυτή ήταν μαγική και πέταγε.. πού ήταν τα φτερά ρε παιδί μου…?
Πλησίασα λίγο ακόμα και τελικά λύθηκε το μυστήριο μεμιάς.
Στο κέντρο της σκατούλας ήταν μια τόση δα μικρούλα μύγα που κουνούσε τα φτερά της…
Να χέσω την ελευθερία σου, μονολόγησα και έφυγα γιατί είχε περάσει προ πολλού η ώρα του βραδυνού μου ύπνου..και έχω και μια επιδερμίδα να σκεφθώ!
Καταλάβατε πάντως ε???

Ένα έχω να σας πω παίδες.
ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΤΙ ΕΥΧΕΣΤΕ!

Θα τα πούμε σύντομα με νέα ιστορία…

Φιλιά,

Η θεία T.

Στο οχυρό μέσα του..

Είχε χτίσει το σπίτι του σαν κάστρο. Τείχη ψηλά από τα πιο ανθεκτικά υλικά. Πείσμα, θυμός για όσα τον ξέχασαν πια, φόβος που με τα χρόνια σκλήρυνε, μοναξιά.. Όλόκληρα σακιά από μοναξιά, φθαρμένα και πολυκαιρισμένα.‘Έτοιμα να κλείσουν όποια ρωγμή θα άνοιγε ο χρόνος.
Τάφροι με τέρατα μεσαιωνικά θα κατασπάραζαν όποιον έφτανε αρκετά κοντά. Πύρηνες γλώσσες που έβγαιναν απ΄το χάος του μυαλού του για να αφήσουν μόνο κάρβουνο, τίποτα άλλο δε θα περνούσε.

Ένα οχυρό απόρθητο.

Εκείνο το βράδυ όμως ήταν αλλιώτικο.
Μια παρουσία των βασάνιζε. Ένα στοιχειό χωρίς σκιά, ένας ψίθυρος δίχως στόμα.
Πώς να παλέψει τον εχθρό αν δεν τον βλέπει ;
Ο κόσμος του τρυπούσε και ξεχυνόταν σε ένα άγνωστο ποτάμι που τον ρούφαγε σε μανιασμένες δίνες και τον έκανε να πνίγεται.
Και οι κραυγές των πλασμάτων που δεν μπορούσε να διακρίνει στη νύχτα του, αμέτρητες. Πλησίαζαν έξω απ΄το παράθυρο, κάθε φορά όλο και πιο κοντά..

Ο πεισμωμένος άνδρας μέσα του, μονολογούσε..Είναι απόρθητο, το οχυρό μου.
Είναι απόρθητο..

Ντύθηκε τον μανδύα του και στάθηκε στη μέση της κάμαρας, μη μπορώντας να χωρέσει την αναίδεια του απρόσκλητου επισκέπτη.
Ποιος τολμούσε να μπει στο κάστρο του?
Ποιος πέρασε όλα τα εμπόδια και έφτασε ζωντανός ως εδώ;
Άκουσε χτυπήματα στο τζάμι.
Διέσχισε το χώρο ως το παράθυρο νυχοπατώντας.
Μέριασε τις κουρτίνες και στάχτη χόρεψε παντού για λίγο.
Στο τζάμι αντικατοπτρίστηκε η μορφή του κάτω από ένα σκούρο ουρανό.
Ησύχασε ..
Πισωπάτησε μα πριν προλάβει να πάρει το βλέμμα του πίσω ξανά, το χλωμό φεγγάρι άρχισε να ζωγραφίζει μια άλλη μορφή που περίμενε σιωπηλή εκεί έξω..

Κοίταξε μέσα απ΄το παράθυρο για πρώτη φορά…

Στην άλλη άκρη του γυαλιού ..ένα παιδί.
Ένα μικρό αγόρι γεμάτο πληγές , στεκόταν εκεί και απλά ..
χαμογελούσε


21.3.08

Για τη δική μου φίλη..


Εδώ και δύο εβδομάδες ξεκίνησα Ιταλικά…
Χθες πήραμε εργασία για το σπίτι..«Περιγράψτε μου τον/την καλύτερή σας φίλη»
Πριν από 15 χρόνια θα έγραφα ..
Κοντά μαλλιά, μελαχρινή, με περίεργο χιούμορ, επιθετική και καθόλου εύκολη για να τη γνωρίσεις καλύτερα.
Θα έλεγα ότι κοιμόμαστε πολλές φορές μαζί, ότι ξεκινάμε τη μέρα με ένα τηλέφωνο για καλημέρα η μία στην άλλη, δεν πέφτουμε για ύπνο αν δε μιλήσουμε για λίγο και πάντα τα Σαββατόβραδα συναντιόμαστε στο σχολείο απέναντι απ’το σπίτι μου με μπίρες για να αναλύσουμε την εβδομάδα που πέρασε.
Κι ας είναι 3 τη νύχτα, κι ας μην υπάρχει ούτε ένα φως αναμμένο γύρω..
Αυτά τότε..
Στη διαδρομή ψίχουλο ψίχουλο για να μη χάσει το δρόμο εκείνη η φίλη ξόδεψε ότι ψωμί είχαμε μαζέψει μαζί..Δε σκέφτηκε τίποτα, ήθελε μόνο να μη σβηστεί ο δρόμος της.
Εγώ πάλι, κάπου χάθηκα, κάπου στένεψε ο χώρος και δε γινόταν να περάσουμε μαζί, δεν περίμενε και έτσι..
Μιλάμε αραιά και που πια …μου δίνει την εντύπωση πως ποτέ δε με έμαθε, πως είχα φτιάξει την καλύτερή μου φίλη από αλεύρι και νερό και τέλειωσε..ήμουν απλά μια παρέα για το γαμημένο δρόμο.
Μεγαλώνοντας καταλαβαίνεις πως οι πραγματικοί φίλοι δεν θα έπρεπε να είναι έτσι..προχωράς και ελπίζεις πως κάποια μέρα θα βγείς σωστός.
Στην εργασία μου λοιπόν δεν θα γράψω για κάτι που δεν ήταν ποτέ, αλλά για κάτι που ήρθε χωρίς να το περιμένω..
Μελαχρινή με άσπρη επιδερμίδα..Έχει πολύ έξυπνα μάτια και καμιά φορά σου μιλάνε, όταν εκείνη θέλει..
Αν καταφέρεις να σου μιλήσουν μόνο αυτά τότε κοιμάσαι ξέροντας πως σου έδειξε ότι έχει και πήρε όσα είχες κι εσύ. Έχω ξεβάψει χίλιες λέξεις που με έγδερναν μέσα στην αγκαλιά της ένα βράδυ σε ένα καφέ με λίγο καρπουζάκι..Και την ήξερα μόνο λίγες ημέρες..και δεν την ήξερα καθόλου..
Δώδεκα χρόνια και ακόμα με ηρεμεί μόνο η παρουσία της στο χώρο, κι όσο είμαι μακριά κατάφερε να με κρατάει όρθια με μια βόλτα στις σκέψεις μου, ένα γάργαρο γέλιο στην άλλη άκρη της γραμμής, με λέξεις που έχουν τα αγαπημένα μου χρώματα .
Όσο σκοτάδι κι αν ήρθε στο δρόμο δεν προχώρησε μπροστά για να μη χαθεί..Περίμενε ..
…………………………
Μπα ..μαλακίες σας λέω ρε..δεν ξέρω παρά μόνο τα μαύρα μαλλιά και μάτια στα Ιταλικά…άντε να πω και πως μοιάζει το σπίτι της..σε ποιο δρομάκι μένει..
Τι τυχεροί που είστε που ξέρετε Ελληνικά και συνεννοηθήκαμε!
Τέσπα..

Οι άνθρωποι παίδες αλλάζουν όσο κι αν δεν το θέλουμε, φεύγουν όσο κι αν πονάει, λένε ψέματα φωνάζοντας πως κατέχουν τις μεγαλύτερες αλήθειες..
Τέτοιοι μαζεύονται όλο και πιο πολλοί κι εμείς μένουμε λίγοι σε ένα σπίτι γύρω από ένα τραπεζάκι με τα τσιγάρα, τις μπύρες και τις ψυχές μας ανοιχτές.

Αυτά ρε γραμμένα για τον Αρχηγό..
Ξέρω έχεις και εσύ ένα τέτοιο φίλο μέσα σου..Κράτα τον ρε και παίξτε παιχνίδια γύρω απ΄το τραπέζι σας , οι δρόμοι χάνονται , οι παρέες είναι φώτα ζωγραφιστά σε ένα χαρτί που ο καιρός το λιώνει..
Θα μείνει μόνο όποιος γράψει μέσα σου και το πρόσωπό του θα φωτίζει όσο είσαι αληθινός…

19.3.08

21:03

Μοναστηράκι, μόλις νύχτωσε..
Η αγαπημένη του ώρα για μια βόλτα στα στενά δρομάκια.
Μικρός έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε εδώ για όνειρα, απομόνωση, ηρεμία, αποφάσεις… για να κλάψει χωρίς να τον δει κανείς.
Σε αυτά τα δρομάκια μεγάλωσε κι αυτός κι όλα του τα συναισθήματα, στη διαδρομή απ΄το σταθμό ως το βράχο με ένα κουτάκι πράσινη στο χέρι και λίγα κέρματα για το εισιτήριο του γυρισμού στην τσέπη. Λυμένα κορδόνια και το λιωμένο τζιν του πατέρα του, αχτένιστα μαλλιά και την πιο όμορφη παρέα…εκείνο το πεζουλάκι που είναι κρυμμένο μες στα δέντρα ακριβώς κάτω απ΄το βράχο. Έπινε πάντα σιωπηλός τη μπίρα του ακούγοντας τις παρέες από πάνω του να τραγουδάνε και ταξίδευε.
Χανόταν σε στιγμές που τίποτα δεν απαγορευόταν στον εαυτό του, άνοιγε όλες τις πόρτες και άδειαζε…ερωτευόταν το κορίτσι που καθόταν δίπλα του στο σχολείο, έβαζε σε σειρά τις εικόνες που τον περίμεναν σπίτι κι αποφάσιζε να μη γυρίσει πίσω, ονειρευόταν μια εκδρομή στη θάλασσα, στα νότια της Κρήτης να κάνει έρωτα μέσα σε ένα παλιό υπνόσακο..με εκείνη που δεν είχε τότε πρόσωπο αλλά ήταν σίγουρος πως κάποτε θα την έβρισκε. Με τόσα κι άλλα τόσα κατάφερνε πάντα να φύγει απ’όλα κι ύστερα όταν πλησίαζε η ώρα ..πέταγε το κουτάκι του και κατηφόριζε στην πλατεία να προλάβει το τελευταίο ..

Πάγκοι με ασημένια στολίδια παντού, ανάσες και αρώματα, φωνές..
Χάθηκε μες στον κόσμο και ένα χαμόγελο φώτισε το βλέμμα του για λίγο, έτσι απλά..
Σε μια τζαμαρία πρόλαβε να δει τον εαυτό του, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Στάθηκε λίγο να τα φτιάξει..

Να μπορούσα να την πάρω τηλέφωνο, για μια βόλτα μαζί μου.. απόψε. Να τη δείξω στα στενάκια που με ξέρουν, να πάρουμε μπίρες και να κάτσουμε στο πεζούλι μου. Θα της έλεγα τα πάντα απόψε..
Θα της έλεγα πως υπάρχει μέσα στο μυαλό μου πιο πολύ απ’οσο ζω εγώ εκεί. Πως πριν μιλήσω καν, λέει όσα σκέφτομαι και με κάνει να νιώθω χαμένος, πως μια τρελή σκέψη ..ότι περίμενα πάντα να τη βρω, με κρατάει σφιχτά και δε με αφήνει.
Θα έπινα πολύ ώσπου να καταφέρω να μεθύσω το φόβο μου, να τον καταπιώ κι ύστερα θα την κοιτούσα στα μάτια και θα παραδεχόμουν ότι αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο σκοτάδι της, βρίσκω τα μυστικά μου γιατροσόφια που γλυκαίνουν τις πληγές στο γέλιο της....Πως με φοβίζει γιατί κρατάει την αδύναμη πλευρά μου, γιατί με κάνει να μην ξέρω, να μη με ξέρω. Αυτό θα έκανα κι ύστερα θα της έδειχνα το δρόμο να γυρίσει σπίτι εκεί που ανήκει το μέσα της. Το δικό μου εαυτό θα τον άφηνα άλλο λίγο εκεί στο πεζούλι του βράχου να ονειρεύεται εκείνη την παραλία και το πρόσωπό της.


-«Γεια μου δίνεις μια πράσινη και ένα εισιτήριο ..»
-«Μια στιγμή να τακτοποιήσω αυτά…Φίλε λύθηκαν τα κορδόνια σου»
-«Το Ξέρω..»

14.3.08

.."Άκου όλα είναι κούφια "


Ο χρόνος γίνεται σταγόνες έξω απ΄το τζάμι του δωματίου, μικρές σταγόνες που το χτυπούν και τρίζει..το χτυπούν για να τις αφήσει μέσα του.
Κάνει κρύο πάλι...έξω απ΄το τζάμι, μέσα στο δωμάτιο κι ακόμα πιο μέσα εκεί που δε θα φτάσουν οι σταγόνες ποτέ.
Το μυαλό της βουίζει βαρύ, γράμματα που κάποτε ήταν λέξεις, ήχοι που κάποτε ήταν πράξεις...
Έλιωναν όλα στο κεφάλι της και μύριζε καμμένο, κόλλαγαν στα τοιχώματα του κρανίου όσα πριν λίγο πόνεσαν..εκεί στο διπλανό δωμάτιο.
Οι σταγόνες την κοιτούσαν, μία προς μία..χίλιες να ήταν? Όχι ήταν περισσότερες και την κοιτούσαν όλες κατάματα..Έπαιζαν η μια μέσα στην άλλη, και κάθε τόσο γρατζούνιζαν το τζάμι της.
Χαμένες στιγμές ανάμεσα σε εικόνες που θα ορκιζόταν πως δεν έζησε ποτέ και σε φαντάσματα που ξέρει πως δεν μπορεί να υπάρχουν.
Πίσω και μπροστά, σε ένα περίεργο σκάκι άσπρου- μαύρου, χθες και σήμερα..
Αφού τα μάτια της είναι κλειστά πως βλέπει τις σταγόνες?
Κομμένες σκηνές εμφανίζονται απότομα και σπρώχνουν τα μάτια της στα βλέφαρα που κινούνται τώρα τόσο βίαια όπως όταν τα βασανίζει ο πιο φριχτός εφιάλτης.
Χέρια κοντά της, πολύ κοντά..όρια που κάποιος έσπασε, σύρματα που έφτιαξε κάποτε και γκρεμίστηκαν, νόμιζε πως δε θα χρειαστούν ξανά ποτέ..
Και είναι αυτή πιο μικρή όπως τότε, περιπλανιέται κοιτώντας μόνο κάτω, ψιθυρίζοντας σαν κρυφή προσευχή.. να μη συναντήσει ξανά κανέναν, να μη θυμάται να γυρίσει πουθενά, να μη χρειαστεί ούτε ένα βήμα ακόμα.
Σε ένα δωμάτιο με κλειστά μάτια, το χρόνο να λιώνει σε σταγόνες και τον χαμένο εαυτό της να ψάχνει το τέρμα του...."Άκου όλα είναι κούφια όλα είναι ξύλινα"
Πρώτος ρόλος σε αυτήν, κομπάρσοι πίσω ο χρόνος και το σώμα που ακουμπά τον τοίχο..
Κάπου στα χέρια καίγεται, κάπου στο σώμα νιώθει βαριά..το ξέρει αυτό το βάρος, ξέρει το χρώμα που θα πάρει όταν περάσουν οι μέρες, ξέρει πως στο τέλος θα χαθεί, θα περάσει το δέρμα και θα γίνει άλλο ένα ξύλο στο πάτωμα μέσα της που θα τρίζει για πάντα , το χειρότερο πέρασε..
Μουδιάζει ολόκληρη τώρα, κρυώνει εκεί που δεν καίει, μακάρι να είχε μια πόρτα κάτω απ΄το κρεβάτι της αδερφής της να φύγει..
Ένα δάκρυ σπρώχνει τα βλέφαρα και βγαίνει έξω, να σβήσει όσα καίνε..

Μακάρι να μην έμοιαζε το χθες με το σήμερα ούτε για ένα δευτερόλεπτο..ούτε για μια σταγόνα....
Να ήταν όλα "ξύλινα"..

12.3.08

Μου αρέσει εδώ τη νύχτα..


Ησυχία στην παραλία μου.
Έφυγαν και οι τελευταίοι..
Ο ουρανός γίνεται σκιά και όπου να'ναι θα γεμίσει σκαλοπάτια, για ΄μενα..
Περιμένω να σκοτεινιάσει λίγο ακόμα για να βγώ να ξαπλώσω στην άμμο γυμνός χωρίς να φοβάμαι..
Η θάλασσα τώρα με σκεπάζει ως τη μέση.
Μου αρέσει ο αέρας στο σώμα μου, με κάνει να νιώθω ζωντανός.
Τις ατέλειωτες ώρες στην ακινησία του νερού τις περνάω μετρώντας τις νύχτες που με χωρίζουν απο τον εαυτό μου.
Τις στιγμές που τον ξεχνάω και ονειρεύομαι.
Σκέφτομαι πως θα ήταν να ζω στον ουρανό, να ανεβαίνω τα φωτεινά σκαλοπάτια του, να γλιστράω ανάμεσα στους συννεφένιους δράκους, να βρίσκω το δρόμο μου σε διαδρόμους που ξεδιπλώνονται πάνω από εκείνο το σκοτεινό νερό..

Να είμαι εγώ εκεί και όσοι μου λείπουν, όσοι με ξέρουν και δεν τους βρίσκω στο νερό πια.
Να μη μιλάω με πέτρινους θεούς και χωμάτινα τέρατα, να μη φυλάω το γέλιο μου γιατί δεν μπορώ να το ζήσω..
Να είστε εσείς εκεί οι επισκέπτες, εσείς να κρύβεστε στο φόβο.
Να τραγουδάτε ψέματα και να σκαλίζετε αγάπη σε ξύλα που θα επιπλέουν στο νερό που άφησα..
Να είναι όλα αυτά μια βουή της μέρας που έφυγε, μια ανάμνηση που κυλιέται στις βρόμικες σκιές που φτιάχνει το φως.
Να μην υπάρχει εκείνο το φως ..
Να μην ακούω πια..

Μου αρέσει η παραλία μου τη νύχτα.
Η μοναξιά της είναι αλήθεια και δεν με φτάνει κανένα ψέμα όσο κι αν αφεθώ...
Αρκεί να βγώ να με κοιτάξει ο ουρανός.

6.3.08

Δεν αξίζει..


Τι συμβαίνει όταν οδηγείς και ξαφνικά χάνεσαι?
Ξέρεις το δρόμο, ξέρεις οτι οδηγείς σωστά αλλά δεν ξέρεις που στο διάολο πας!
Ξεκίνησες για κάπου αλλά..που πας?
Ξαφνικά τα δέντρα που είχες γύρω σου μαζεύονται σε ένα πράσινο αχνό συννεφάκι στην πλάτη του πίσω καθίσματος, εσύ όμως τραγουδάς και προσπαθείς να σε πείσεις πως κάνεις λάθος..
Ο καφές δίπλα σου γέρνει και αρχίζει να χύνεται..δυναμώνεις τη μουσική και σιγοσφυρίζεις, γίνεσαι πάλι μικρός και μπαίνεις προσεκτικά στα βάθη της ψυχής σου για να σβήσεις τα φώτα, να τραβήξεις τις κουρτίνες..δε πρέπει να το δείς αυτό..
Τα πράγματα που είχες στερεώσει στο διπλανό κάθισμα πέφτουν στο πάτωμα του συνοδηγού..αλλάζεις σταθμό γιατί το κομμάτι σε ξενέρωσε..
"Τελευταία φορά..ανεβαίνω και φτάνω στο τέρμα.."
Ρίχνεις μια ματιά στον καθρέπτη σου..
Ρε πούστη μου τι σου είναι το γαμημένο το μυαλό, έτρεχες να κλείσεις ότι γεννάει εικόνες και αυτό σε διατάζει να κοιτάξεις..Γιατί?
Πίσω τίποτα..ξαφνικά..

Όλα όσα φαίνονταν σε εκείνα τα λίγα εκατοστά του καθρέπτη χάθηκαν..τώρα έχει μόνο ουρανό μέσα , ένα σκούρο ουρανό..εκείνον που του τελείωσε ο ήλιος αλλά δεν έχει χωρέσει ακόμα τα άστρα μέσα του..
Δεν είναι αυτό..είμαι σε κάποιο ψηλό σημείο και δεν βλέπω καλά, δεν υπάρχει κατηφόρα, δεν κατεβαίνω ..όχι..
Να ένα ωραίο κομμάτι "say you will be.." που το θυμήθηκαν..πότε ήταν που το άκουσα πρώτη φορά..μικρός..
Ο μικρός μες στο κεφάλι σου κλαίει, σου σκίζει τα πάντα μέσα, γίνεσαι χωρίς να το θες ένα τεράστιο τρυπητό..και μπαίνει από παντού αυτό το γαμημένο φως.
Το φως του χθες, το φως του σήμερα..
Βούλωστο, μη κλαίς μαλακισμένο..σκάσε! Σκάσε τώρα!
Κλαίει τόσο δυνατά, ανεβάζεις τη μουσική τέρμα, τρίζουν τα ηχεία..τρίζει και η ψυχή σου, θα σπάσει?
Φοβάμαι μήπως σπάσει..άνοιξε το παράθυρο..Σταμάτα, κάνε κάτι!
Φύγε..δεν βλέπεις οτι κατεβαίνεις? Δεν βλέπεις οτι τελείωσε ο δρόμος ...
Γυμνώθηκαν τα χρώματα στην πορεία και έμεινε μόνο μαύρο..μόνο του το μαύρο...
Δεν είσαι εσύ αυτός που αποφασίζει..
Αν σταματήσεις να ακούς το κλάμα του μικρού μέσα σου, θα σε χάσεις, θα ξεχάσεις τι είσαι..
Αξίζει να ξεχάσεις μόνο για να πείσεις τα κλειστά σου μάτια οτι δεν κατηφορίζεις?

4.3.08

Αφήστε με να ...


.. σας διηγηθώ μια ιστορία που ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα γι'αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μπερδέψετε πρόσωπα και καταστάσεις με τη ζωή της υποφαινόμενης..προς Θεού!
Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν ήταν μια χαρωπή κοπέλα (να ας πούμε ένα στοιχείο που με την καμία δεν ανήκει στη σφαίρα του πραγματικού!) ..η οποία ξεκίνησε πρωί πρωί 7 και κάτι, πάνω στο ποδηλατάκι της, ακούγοντας την αγαπημένη της μουσικούλα να πάει να καταθέσει στην Τραπεζούλα το ενοικιάκι της...

Ως εδώ το παραμύθι εξελίσσεται κανονικότατα χωρίς κακούς λύκους, μάγισσες και ξόρκια...

Φτάνει που λέτε στην πανέμορφη Τράπεζα και βλέπει έξω απ΄την πόρτα καμιά διακοσαριά τρόφιμους του πλησιέστερου ψυχιατρείου με μέσο όρο ηλικίας τα 160 να περιμένουν ο ένας πάνω στον άλλο σαν διαφήμιση της σαρδέλας "η καλή ψαριά".
"Δε τρέχει" σκέφτεται η κοπέλα μας.."θα περιμένω και εγώ".

Ως αυτή τη στιγμή το χαμόγελο υπάρχει ακόμα στα χείλη της και τα κακά μαντάτα δεν έχουν έρθει ..

Φτάνει 8 η ώρα και ξεκλειδώνουν την πόρτα...

Εδώ θα ήθελα να σταματήσω τη διήγηση για να δώσω κάποιες συμβουλές που θα σας βοηθήσουν στην κατανόηση του παρακάτω κειμένου. Όπου διαβάζετε:
- "της πουτάνας" εννοούμε μια κατάσταση που απλά δεν παλεύεται
- "κλαπαρχίδης" είναι αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος
-" κεφτές με πόδια"...Η άσχημη, κοντή αλλά και χοντρή γκόμενα. Η φράση περιγράφει κυριολεκτικά το θέαμα!
-"ανεμογάμης"..Αυτός που όλο λέει ότι πηδάει και δεν το κάνει ποτέ

Και συνεχίζω...
Μόλις λοιπόν ακούγεται το κλακ της πόρτας..γίνεται κυριολεκτικά "της πουτάνας", φεύγουν ποστίς, μασέλες, μαγκούρες..τα πάντα και η κοπέλα μας πάει και έρχεται σαν καράβι σε θύελλα..
Κουτσοκαταφέρνει να μπει απ΄τους τελευταίους μέσα μαζί με κάτι γιαγιάδες με πι και πάει στο μηχάνημα με τα χαρτάκια να πάρει το περιζήτητο αυτό ρημαδοαριθμό προτεραιότητας!
Στο μηχάνημα μπροστά λοιπόν έχει μεταφερθεί όλο το τζέρτζελο της πόρτας επακριβώς! Σπρώχνονται και πλακώνονται μεταξύ τους..φτάνει κι αυτή η άμοιρη στο μηχάνημα και πάει να πατήσει το κουμπί...και αυτομάτως από κάποιο βαθύ σκοτάδι πετιέται ένα χέρι και χτυπάει το δικό της..
Εδώ φίλες και φίλοι αναγνώστες σταματάει ο χρόνος...Εδώ ανοίγει μια τρύπα στο ταβάνι και αρχίζουν μανιασμένοι ανεμοστρόβιλοι να παρασύρουν τα πάντα, λύκοι, φίδια, ξωτικά, τελώνια και ότι άλλο μπορείτε να σκεφτείτε, αρχίζει να χορεύει γύρω απ΄την ηρωίδα μας.

ΟΛΕ!
Γυρνάει και βλέπει την προέκταση του χεριού που τη χτύπησε να ανήκει σε έναν "κεφτέ με πόδια" με μάπα εξαιρετικής ιστορικής σημασίας από την ιουρασική περίοδο.."Εσύ ήσουν μετά από εμένα ..σε είδαααα..." είπε σφυρίζοντας μέσα από σουβλερά δόντια, ο κεφτές!
Πρέπει εκείνη την ακριβή στιγμή να άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου και όλης της οικογενείας του, να βγήκαν υπό μορφή χρωματιστού καπνού από τα αυτιά της ηρωίδας ανάμεσα στα μαλλιά της που σηκώθηκαν κάγκελο..
Η κοπέλα μας τράβηξε το χαρτάκι και δαγκώνοντας τα μάγουλα γύρισε προς την αίθουσα.
108! Το νούμερό της όσο και η ηλικία της πρώτης σειράς κοντά στα ταμεία..2 το νούμερο που εξυπηρετούνταν αυτή τη στιγμή..Προχώρησε να καθίσει και φυσικά καρέκλα δεν υπήρχε ούτε για να στριμωχτεί κουνούπι. Όοοολα τα ΚΑΠΗ είχαν στρογγυλοκαθίσει, έβηχαν, έφτυναν, έκλαναν... Οι "ανεμογάμηδες" είχαν στήσει πηγαδάκια, ο κάθε ένας τους κρατούσε από δυο-τρία χαρτάκια και έκανε πλιάτσικο.."Πόσο έχεις Κώστα? Μπααα πάρε το δικό μου είναι καλύτερο...Άκουσες που η κόρη της Μαρίας ξαναπαντρεύτηκε..καταλαβαίνεις τι είναι κι αυτή.."

Κάπου εδώ η ηρωίδα ταξίδεψε με μια βαρκούλα του μυαλού της βαθιά μέχρι την απόλυτη τρέλλα..φαντάστηκε τα κεφάλια όλων γύρω της να τα χτυπάει μεταξύ τους ώσπου να φύγουν τα δόντια έξω κι ύστερα φαντάστηκε τα δόντια αυτά να τα πατάει στα πλακάκια και να κάνουν κρίτσι κρίτσιιιιιι!!!! ...Η βαρκούλα όμως την έφερε σύντομα πίσω στην πραγματικότητα..βγήκε έξω έκανε ένα τσιγάρο και ξαναμπήκε να καθίσει..Χτύπησε το τηλέφωνο, μίλησε λίγο και έκλεισε. Τη σκουντάει η διπλανή της, μια γριά με ένα κόκκινο κραγιόν σε απόλυτη ευθεία γραμμή.."Δεν είσαι από εδώ εσύ ε?"
"Όχι απ΄την Αθήνα είπε", αναστενάζοντας για το τι θα ακούσει πάλι..
"Μμμμμ χάλια η Αθήνα, εγώ ξέρω το Χαλάνδρι γιατί είχα την κόρη μου στο Deere, δεν το τελείωσε, παντρεύτηκε και μένει στο Χαλάνδρι..Ωραία είναι εκεί, μοιάζει η αγορά με τη δική μας μόνο που εδώ είναι καλύτερα.."
...................................................
Η βαρκούλα ερχόταν να την ξαναπάρει στα μαύρα νερά..Γκλόννν 108!
"Συγνώμη είναι το νούμερό μου..γειά σας!"

...................................................

ΥΓ.οι υπέροχοι ορισμοί που με βοήθησαν να σας διηγηθώ την ιστορία, βρίσκονται στο http://www.slang.gr/

;p

3.3.08

Παιχνιδοτσουνάμι!!


Απαντώντας σε δύο προσκλήσεις για παιχνιδάκια σας παρουσιάζω τα εξής:


Πρόσκληση Νο 1

Ο αγαπητός συνέταιρος Narita μου έστειλε γραπτή εντολή( !) να βρω το κοντινότερο βιβλίο στη σελίδα 123 και να διαβάσω την 6η -7η και 8η περίοδο. Επειδή λοιπόν στη βιβλιοθήκη μου είναι όλα στήν ίδια απόσταση από εμένα..δυσκολεύτηκα αλλά μετά από σύσκεψη με τον εαυτό μου κατέλειξα στο εξής :

"Κι ούτε και μου έλειψε η κυρά-Βαρβάρα και τα σκουπίδια της.
Οι μήνες πέρναγαν αφάσια και την είχα καταβρεί στην Ανδριανού. Βέβαια, δεν ήτανε κι όλα ζάχαρη, και σαν να μην ήταν αρκετά δύσκολα τα πράγματα, εκείνο το Φλεβάρη έσπασα το κωλόχερό μου και το Μάρτη χιόνιζε! Αρχίδια λουλούδια!"
Νικόλ Ρούσσου- Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω

Εμένα μου άρεσε πολύ παίδες αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα!
Ευχαριστώ τον Ναρίτα που κάλεσε όλη την παρέα μου στο παιχνίδι και δεν έχω να καλέσω εγώ ΚΑΝΕΝΑΝ τους! Πφφφφφφφφφφφφφ!
Λοιπόν...An205, Pan, Tuco, Noesis, Argy, Emy, Miga, Luthienaki παίξτε αν θέτεεε!

Πρόσκληση Νο 2
Μμμμμ..ψιλοζόρικη πάσα μου έριξε ο Ammos. Με ποιο τραγούδι θα έλεγα Σ'αγαπώ..
Μάλλον δεν θα το έλεγα με τραγούδι αλλά με άλλο τρόπο..το τραγούδι όμως που θα ήθελα να ακούγεται πίσω από ..τον άλλο τρόπο θα ήταν το Love song των Cure..
Ε..οι αδυναμίες δεν κρύβονται!
Και για να μην ξαναλέμε τα ίδια..όλοι οι παραπάνω μπορείτε να παίξετε και σε αυτό το παιχνιδάκι..Narita και Ammos περιμένω και τις δικές σας απαντήσεις!!

;p

Μαααααααααααατς!