24.3.08

Στο οχυρό μέσα του..

Είχε χτίσει το σπίτι του σαν κάστρο. Τείχη ψηλά από τα πιο ανθεκτικά υλικά. Πείσμα, θυμός για όσα τον ξέχασαν πια, φόβος που με τα χρόνια σκλήρυνε, μοναξιά.. Όλόκληρα σακιά από μοναξιά, φθαρμένα και πολυκαιρισμένα.‘Έτοιμα να κλείσουν όποια ρωγμή θα άνοιγε ο χρόνος.
Τάφροι με τέρατα μεσαιωνικά θα κατασπάραζαν όποιον έφτανε αρκετά κοντά. Πύρηνες γλώσσες που έβγαιναν απ΄το χάος του μυαλού του για να αφήσουν μόνο κάρβουνο, τίποτα άλλο δε θα περνούσε.

Ένα οχυρό απόρθητο.

Εκείνο το βράδυ όμως ήταν αλλιώτικο.
Μια παρουσία των βασάνιζε. Ένα στοιχειό χωρίς σκιά, ένας ψίθυρος δίχως στόμα.
Πώς να παλέψει τον εχθρό αν δεν τον βλέπει ;
Ο κόσμος του τρυπούσε και ξεχυνόταν σε ένα άγνωστο ποτάμι που τον ρούφαγε σε μανιασμένες δίνες και τον έκανε να πνίγεται.
Και οι κραυγές των πλασμάτων που δεν μπορούσε να διακρίνει στη νύχτα του, αμέτρητες. Πλησίαζαν έξω απ΄το παράθυρο, κάθε φορά όλο και πιο κοντά..

Ο πεισμωμένος άνδρας μέσα του, μονολογούσε..Είναι απόρθητο, το οχυρό μου.
Είναι απόρθητο..

Ντύθηκε τον μανδύα του και στάθηκε στη μέση της κάμαρας, μη μπορώντας να χωρέσει την αναίδεια του απρόσκλητου επισκέπτη.
Ποιος τολμούσε να μπει στο κάστρο του?
Ποιος πέρασε όλα τα εμπόδια και έφτασε ζωντανός ως εδώ;
Άκουσε χτυπήματα στο τζάμι.
Διέσχισε το χώρο ως το παράθυρο νυχοπατώντας.
Μέριασε τις κουρτίνες και στάχτη χόρεψε παντού για λίγο.
Στο τζάμι αντικατοπτρίστηκε η μορφή του κάτω από ένα σκούρο ουρανό.
Ησύχασε ..
Πισωπάτησε μα πριν προλάβει να πάρει το βλέμμα του πίσω ξανά, το χλωμό φεγγάρι άρχισε να ζωγραφίζει μια άλλη μορφή που περίμενε σιωπηλή εκεί έξω..

Κοίταξε μέσα απ΄το παράθυρο για πρώτη φορά…

Στην άλλη άκρη του γυαλιού ..ένα παιδί.
Ένα μικρό αγόρι γεμάτο πληγές , στεκόταν εκεί και απλά ..
χαμογελούσε