Μοναστηράκι, μόλις νύχτωσε..
Η αγαπημένη του ώρα για μια βόλτα στα στενά δρομάκια.
Μικρός έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε εδώ για όνειρα, απομόνωση, ηρεμία, αποφάσεις… για να κλάψει χωρίς να τον δει κανείς.
Σε αυτά τα δρομάκια μεγάλωσε κι αυτός κι όλα του τα συναισθήματα, στη διαδρομή απ΄το σταθμό ως το βράχο με ένα κουτάκι πράσινη στο χέρι και λίγα κέρματα για το εισιτήριο του γυρισμού στην τσέπη. Λυμένα κορδόνια και το λιωμένο τζιν του πατέρα του, αχτένιστα μαλλιά και την πιο όμορφη παρέα…εκείνο το πεζουλάκι που είναι κρυμμένο μες στα δέντρα ακριβώς κάτω απ΄το βράχο. Έπινε πάντα σιωπηλός τη μπίρα του ακούγοντας τις παρέες από πάνω του να τραγουδάνε και ταξίδευε.
Χανόταν σε στιγμές που τίποτα δεν απαγορευόταν στον εαυτό του, άνοιγε όλες τις πόρτες και άδειαζε…ερωτευόταν το κορίτσι που καθόταν δίπλα του στο σχολείο, έβαζε σε σειρά τις εικόνες που τον περίμεναν σπίτι κι αποφάσιζε να μη γυρίσει πίσω, ονειρευόταν μια εκδρομή στη θάλασσα, στα νότια της Κρήτης να κάνει έρωτα μέσα σε ένα παλιό υπνόσακο..με εκείνη που δεν είχε τότε πρόσωπο αλλά ήταν σίγουρος πως κάποτε θα την έβρισκε. Με τόσα κι άλλα τόσα κατάφερνε πάντα να φύγει απ’όλα κι ύστερα όταν πλησίαζε η ώρα ..πέταγε το κουτάκι του και κατηφόριζε στην πλατεία να προλάβει το τελευταίο ..
Πάγκοι με ασημένια στολίδια παντού, ανάσες και αρώματα, φωνές..
Χάθηκε μες στον κόσμο και ένα χαμόγελο φώτισε το βλέμμα του για λίγο, έτσι απλά..
Σε μια τζαμαρία πρόλαβε να δει τον εαυτό του, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Στάθηκε λίγο να τα φτιάξει..
Να μπορούσα να την πάρω τηλέφωνο, για μια βόλτα μαζί μου.. απόψε. Να τη δείξω στα στενάκια που με ξέρουν, να πάρουμε μπίρες και να κάτσουμε στο πεζούλι μου. Θα της έλεγα τα πάντα απόψε..
Θα της έλεγα πως υπάρχει μέσα στο μυαλό μου πιο πολύ απ’οσο ζω εγώ εκεί. Πως πριν μιλήσω καν, λέει όσα σκέφτομαι και με κάνει να νιώθω χαμένος, πως μια τρελή σκέψη ..ότι περίμενα πάντα να τη βρω, με κρατάει σφιχτά και δε με αφήνει.
Θα έπινα πολύ ώσπου να καταφέρω να μεθύσω το φόβο μου, να τον καταπιώ κι ύστερα θα την κοιτούσα στα μάτια και θα παραδεχόμουν ότι αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο σκοτάδι της, βρίσκω τα μυστικά μου γιατροσόφια που γλυκαίνουν τις πληγές στο γέλιο της....Πως με φοβίζει γιατί κρατάει την αδύναμη πλευρά μου, γιατί με κάνει να μην ξέρω, να μη με ξέρω. Αυτό θα έκανα κι ύστερα θα της έδειχνα το δρόμο να γυρίσει σπίτι εκεί που ανήκει το μέσα της. Το δικό μου εαυτό θα τον άφηνα άλλο λίγο εκεί στο πεζούλι του βράχου να ονειρεύεται εκείνη την παραλία και το πρόσωπό της.
Η αγαπημένη του ώρα για μια βόλτα στα στενά δρομάκια.
Μικρός έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε εδώ για όνειρα, απομόνωση, ηρεμία, αποφάσεις… για να κλάψει χωρίς να τον δει κανείς.
Σε αυτά τα δρομάκια μεγάλωσε κι αυτός κι όλα του τα συναισθήματα, στη διαδρομή απ΄το σταθμό ως το βράχο με ένα κουτάκι πράσινη στο χέρι και λίγα κέρματα για το εισιτήριο του γυρισμού στην τσέπη. Λυμένα κορδόνια και το λιωμένο τζιν του πατέρα του, αχτένιστα μαλλιά και την πιο όμορφη παρέα…εκείνο το πεζουλάκι που είναι κρυμμένο μες στα δέντρα ακριβώς κάτω απ΄το βράχο. Έπινε πάντα σιωπηλός τη μπίρα του ακούγοντας τις παρέες από πάνω του να τραγουδάνε και ταξίδευε.
Χανόταν σε στιγμές που τίποτα δεν απαγορευόταν στον εαυτό του, άνοιγε όλες τις πόρτες και άδειαζε…ερωτευόταν το κορίτσι που καθόταν δίπλα του στο σχολείο, έβαζε σε σειρά τις εικόνες που τον περίμεναν σπίτι κι αποφάσιζε να μη γυρίσει πίσω, ονειρευόταν μια εκδρομή στη θάλασσα, στα νότια της Κρήτης να κάνει έρωτα μέσα σε ένα παλιό υπνόσακο..με εκείνη που δεν είχε τότε πρόσωπο αλλά ήταν σίγουρος πως κάποτε θα την έβρισκε. Με τόσα κι άλλα τόσα κατάφερνε πάντα να φύγει απ’όλα κι ύστερα όταν πλησίαζε η ώρα ..πέταγε το κουτάκι του και κατηφόριζε στην πλατεία να προλάβει το τελευταίο ..
Πάγκοι με ασημένια στολίδια παντού, ανάσες και αρώματα, φωνές..
Χάθηκε μες στον κόσμο και ένα χαμόγελο φώτισε το βλέμμα του για λίγο, έτσι απλά..
Σε μια τζαμαρία πρόλαβε να δει τον εαυτό του, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Στάθηκε λίγο να τα φτιάξει..
Να μπορούσα να την πάρω τηλέφωνο, για μια βόλτα μαζί μου.. απόψε. Να τη δείξω στα στενάκια που με ξέρουν, να πάρουμε μπίρες και να κάτσουμε στο πεζούλι μου. Θα της έλεγα τα πάντα απόψε..
Θα της έλεγα πως υπάρχει μέσα στο μυαλό μου πιο πολύ απ’οσο ζω εγώ εκεί. Πως πριν μιλήσω καν, λέει όσα σκέφτομαι και με κάνει να νιώθω χαμένος, πως μια τρελή σκέψη ..ότι περίμενα πάντα να τη βρω, με κρατάει σφιχτά και δε με αφήνει.
Θα έπινα πολύ ώσπου να καταφέρω να μεθύσω το φόβο μου, να τον καταπιώ κι ύστερα θα την κοιτούσα στα μάτια και θα παραδεχόμουν ότι αναγνωρίζω τον εαυτό μου στο σκοτάδι της, βρίσκω τα μυστικά μου γιατροσόφια που γλυκαίνουν τις πληγές στο γέλιο της....Πως με φοβίζει γιατί κρατάει την αδύναμη πλευρά μου, γιατί με κάνει να μην ξέρω, να μη με ξέρω. Αυτό θα έκανα κι ύστερα θα της έδειχνα το δρόμο να γυρίσει σπίτι εκεί που ανήκει το μέσα της. Το δικό μου εαυτό θα τον άφηνα άλλο λίγο εκεί στο πεζούλι του βράχου να ονειρεύεται εκείνη την παραλία και το πρόσωπό της.
-«Γεια μου δίνεις μια πράσινη και ένα εισιτήριο ..»
-«Μια στιγμή να τακτοποιήσω αυτά…Φίλε λύθηκαν τα κορδόνια σου»
-«Το Ξέρω..»