25.11.08

Οbsidian eyes..

Ντύθηκε γρήγορα και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Η κατάλληλη στιγμή της νύχτας για κυνήγι.
Η πιο λάθος στιγμή για μια βόλτα.
Αδύναμο φεγγάρι και αέρας παγωμένος.
Μαύρα ρούχα και κασκόλ, τα όπλα της για να μη φαίνεται στο σκοτάδι.
Γλίστρησε ανάμεσα στους περαστικούς, διέσχισε το πάρκο της γειτονιάς και ανηφόρισε το λόφο.
Μουσική τα φύλλα των δέντρων και το ψιλόβροχο στο στενό δρομάκι.
Τυλιγμένη ως τα μάγουλα με το κασκόλ και με τα χέρια κρυμμένα στις τσέπες σκέπαζε κάθε φωτεινό σημείο που θα την πρόδιδε κάτω απ΄τον αχνό ουρανό.
Τα μάτια το δικό της φως για να ψάξει.
Λιωμένο κερί έσταζαν απόψε κι έπρεπε να τα ανάψει ξανά.
Να βρει τη φωτιά.
Στην κορφή του λόφου, στην άκρη του, στάθηκε για να αποφασίσει.
Ποιος θα κυνηγήσει απόψε?
Ένα κάψιμο δεξιά στο λαιμό από ένα παλιό δάγκωμα της θύμισε πως είναι η σειρά της.
Έσυρε το χέρι της στο σημείο που την πονούσε και με τα παγωμένα δάχτυλα αποκοίμισε το πόνο για λίγο.
Έσφιξε πάνω στο σημάδι το κασκόλ και ξεκίνησε.
Στο αμήχανο πρώτο βήμα για κυνήγι, στο τελευταίο ξέπνοο βήμα μιας βόλτας.

Μια σκιά με μόνο σύμμαχο το σκοτάδι.
Μια πληγή με μόνο εχθρό τα παγωμένα της δάχτυλα.


Μισή κυνηγημένη και μισή κυνηγός.