Πέρασε καιρός και ξέχασε το βράδυ εκείνο…
Πέρασαν αποφάσεις πολλές και ξέχασε τον επισκέπτη στο «απόρθητο οχυρό» του..
Αφέθηκε να βουλιάζει απλά στις νύχτες του.
Κι ήταν τόσες πολλές και τόσο βασανιστικά μοναχικές.
Οι νύχτες του.
Όλες δικές του.
Σταγόνες που έσταζαν από κάποια πληγή του κορμιού του και τον αποδυνάμωναν με τον καιρό.
Μία μία ρουφούσαν τη δύναμή του, το μυαλό και την υπομονή του.
Ήταν φορές που τα ουρλιαχτά του ακούγονταν σε κάθε χαραμάδα της πέτρινης εξορίας του..κι άλλες που η σιωπή ντυνόταν τον εαυτό του και σερνόταν σε σκάλες και σκοτεινές γωνίες. Ψαχούλευε πίσω από κουρτίνες και πόρτες και σφάλιζε κάθε κλειδαριά.
Μια τέτοια νύχτα διάλεξε η σιωπή του να ξεχάσει μια και μόνη πόρτα ανοιχτή…
Εκείνη της ψυχής του.
Ο «βασιλιάς» ξάπλωσε στα μαρμάρινα σεντόνια του και έκλεισε τα βλέφαρα για να ξεγελάσει τους εφιάλτες, να τον δουν ακίνητο και να πιστέψουν πως είναι αργά για να έρθουν πια.
Δε πίστευε στα όμορφα όνειρα ...
Είχε κουραστεί να περιμένει τους εφιάλτες να τελειώσουν…
Πέρασαν αποφάσεις πολλές και ξέχασε τον επισκέπτη στο «απόρθητο οχυρό» του..
Αφέθηκε να βουλιάζει απλά στις νύχτες του.
Κι ήταν τόσες πολλές και τόσο βασανιστικά μοναχικές.
Οι νύχτες του.
Όλες δικές του.
Σταγόνες που έσταζαν από κάποια πληγή του κορμιού του και τον αποδυνάμωναν με τον καιρό.
Μία μία ρουφούσαν τη δύναμή του, το μυαλό και την υπομονή του.
Ήταν φορές που τα ουρλιαχτά του ακούγονταν σε κάθε χαραμάδα της πέτρινης εξορίας του..κι άλλες που η σιωπή ντυνόταν τον εαυτό του και σερνόταν σε σκάλες και σκοτεινές γωνίες. Ψαχούλευε πίσω από κουρτίνες και πόρτες και σφάλιζε κάθε κλειδαριά.
Μια τέτοια νύχτα διάλεξε η σιωπή του να ξεχάσει μια και μόνη πόρτα ανοιχτή…
Εκείνη της ψυχής του.
Ο «βασιλιάς» ξάπλωσε στα μαρμάρινα σεντόνια του και έκλεισε τα βλέφαρα για να ξεγελάσει τους εφιάλτες, να τον δουν ακίνητο και να πιστέψουν πως είναι αργά για να έρθουν πια.
Δε πίστευε στα όμορφα όνειρα ...
Είχε κουραστεί να περιμένει τους εφιάλτες να τελειώσουν…
Δε πίστευε σε πολλά πια.
Άφησε τους ήχους που ταξίδευαν έξω απ΄το παράθυρο να τον αποκοιμήσουν.
Ξαφνικά στη γυμνή του πλάτη ένιωσε να σέρνεται κάτι ζεστό, σαν..σαν ..
Μπήκε μες στα μαλλιά του και τα ανακάτεψε απαλά, κατέβηκε απ΄το λαιμό στα πλάγια ανάμεσα στα χέρια του και τον αγκάλιασε.
Θυμήθηκε…
Χρώματα, ήλιο και χαμόγελα.
Σώματα ιδρωμένα, ανάσες που γεννιούνταν από φιλιά και έρωτα, νύχτες που παρακαλούσε να μη τελειώσουν.
Θυμήθηκε και.. το πρώτο βράδυ που έμεινε μόνος στο κάστρο του.
Το ίδιο εκείνο βράδυ που σκότωσε μέσα του την τελευταία αγκαλιά.
Σκότωσε τα πάντα…νόμιζε.
Την ανάγκη όμως?
Την έκρυψε και τώρα…
Τι παιχνίδια του έπαιζε το μυαλό του?
Λες και κάτι θαμμένο βαθιά ανάμεσα στις παγωμένες πέτρες του οχυρού του αναζητούσε πάντα μια ανάσα να το ξυπνάει το πρωί και να το συνοδεύει στα μοναχικά του δωμάτια κάθε μια από τις ατελείωτες νύχτες.
Δεν άνοιξε τα μάτια…
Φοβήθηκε.
Έμεινε μόνο να αισθάνεται τη ζέστη από το άγγιγμα στο δέρμα του.
Το ξύπνημα των αισθήσεών του…
Τα σεντόνια του ζωντάνεψαν και ήχοι που είχαν παγώσει από καιρό βγήκαν από το στόμα του καθώς φιλούσε μια φωτιά.
'Αφησε τις άκρες των δαχτύλων του να εξερευνήσουν σημεία που όμοιά τους δεν είχε πουθενά στις πεθαμένες μνήμες του.
Ένωσε τα χείλη του και τα έσυρε πάνω σε ένα σώμα που έτρεμε. Βύθισε το πρόσωπό του σε μέρη που ούρλιαζαν από ηδονή.
Έκανε έρωτα, όσο παράλογο κι αν ήταν αυτό, με κάτι που δεν ήθελε να αντικρίσει.
Δεν ήθελε να το τρομάξει και να χαθεί.
Άφησε τους ήχους που ταξίδευαν έξω απ΄το παράθυρο να τον αποκοιμήσουν.
Ξαφνικά στη γυμνή του πλάτη ένιωσε να σέρνεται κάτι ζεστό, σαν..σαν ..
Μπήκε μες στα μαλλιά του και τα ανακάτεψε απαλά, κατέβηκε απ΄το λαιμό στα πλάγια ανάμεσα στα χέρια του και τον αγκάλιασε.
Θυμήθηκε…
Χρώματα, ήλιο και χαμόγελα.
Σώματα ιδρωμένα, ανάσες που γεννιούνταν από φιλιά και έρωτα, νύχτες που παρακαλούσε να μη τελειώσουν.
Θυμήθηκε και.. το πρώτο βράδυ που έμεινε μόνος στο κάστρο του.
Το ίδιο εκείνο βράδυ που σκότωσε μέσα του την τελευταία αγκαλιά.
Σκότωσε τα πάντα…νόμιζε.
Την ανάγκη όμως?
Την έκρυψε και τώρα…
Τι παιχνίδια του έπαιζε το μυαλό του?
Λες και κάτι θαμμένο βαθιά ανάμεσα στις παγωμένες πέτρες του οχυρού του αναζητούσε πάντα μια ανάσα να το ξυπνάει το πρωί και να το συνοδεύει στα μοναχικά του δωμάτια κάθε μια από τις ατελείωτες νύχτες.
Δεν άνοιξε τα μάτια…
Φοβήθηκε.
Έμεινε μόνο να αισθάνεται τη ζέστη από το άγγιγμα στο δέρμα του.
Το ξύπνημα των αισθήσεών του…
Τα σεντόνια του ζωντάνεψαν και ήχοι που είχαν παγώσει από καιρό βγήκαν από το στόμα του καθώς φιλούσε μια φωτιά.
'Αφησε τις άκρες των δαχτύλων του να εξερευνήσουν σημεία που όμοιά τους δεν είχε πουθενά στις πεθαμένες μνήμες του.
Ένωσε τα χείλη του και τα έσυρε πάνω σε ένα σώμα που έτρεμε. Βύθισε το πρόσωπό του σε μέρη που ούρλιαζαν από ηδονή.
Έκανε έρωτα, όσο παράλογο κι αν ήταν αυτό, με κάτι που δεν ήθελε να αντικρίσει.
Δεν ήθελε να το τρομάξει και να χαθεί.
Δεν ήθελε να τρομάξει τον εαυτό του....μήπως χαθεί.
'Αφησε να ξεχυθεί ότι είχε κρυμμένο και η νύχτα έσβησε με ένα χαμόγελο πίσω απ΄τα σφαλιστά του βλέφαρα.
Το πρώτο φως χώθηκε ανάμεσα στις βαριές κουρτίνες και φώτισε το πρόσωπό του.
Σηκώθηκε και έριξε πάνω στο γυμνό του σώμα το μανδύα του.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα για όσα έζησε τη νύχτα που δεν ήρθαν οι εφιάλτες.
Τη νύχτα που γκρεμίστηκε το οχυρό του από μια ανάσα.
Που κάηκε...
Σύρθηκε έξω απ΄το δωμάτιο.
Έπρεπε να ξαναφτιάξει τα πάντα απ΄την αρχή.
Πιο ασφαλή, πιο σκοτεινά από ποτέ .
Δε κοίταξε πίσω...
Έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε το δωμάτιο των ονείρων του για πάντα.
'Αφησε να ξεχυθεί ότι είχε κρυμμένο και η νύχτα έσβησε με ένα χαμόγελο πίσω απ΄τα σφαλιστά του βλέφαρα.
Το πρώτο φως χώθηκε ανάμεσα στις βαριές κουρτίνες και φώτισε το πρόσωπό του.
Σηκώθηκε και έριξε πάνω στο γυμνό του σώμα το μανδύα του.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα για όσα έζησε τη νύχτα που δεν ήρθαν οι εφιάλτες.
Τη νύχτα που γκρεμίστηκε το οχυρό του από μια ανάσα.
Που κάηκε...
Σύρθηκε έξω απ΄το δωμάτιο.
Έπρεπε να ξαναφτιάξει τα πάντα απ΄την αρχή.
Πιο ασφαλή, πιο σκοτεινά από ποτέ .
Δε κοίταξε πίσω...
Έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε το δωμάτιο των ονείρων του για πάντα.
Λένε πως ακόμα κρέμεται στο στήθος του ένα κλειδί.