3.11.08

Καλημέρα ρε...


Σήμερα φοβάμαι ένα τηλέφωνο.
Ηλίθιο πράγμα να ξυπνάς φοβισμένος.
Ηλίθιο πράγμα να ξυπνάς άδειος.
Έμαθα όμως.
Ξυπνάω.
Όπως και να’χει.
Σήμερα θα’θελα να ανοίξω την πόρτα μου και να’ ναι η δική σου απέναντι.
Να χτυπήσω και να ακούσω μια φωνή που πριν λίγο κοιμόταν.
Που εγώ την ξύπνησα.
Να σε σηκώσω και να πάμε βόλτα.
Να΄ναι Κυριακή.
Μια άδεια μέρα.
Κάτω απ΄το σπίτι μου να΄ναι η Πλάκα.
Κοίτα μένω πάνω απ΄το καφέ.
Ξέχασα και το κινητό μου πάνω και δε γαμιέται θα το αφήσω εκεί.
Σε λάθος σπίτι είναι έτσι κι αλλιώς.
Σε λάθος μέρα.
Πως γίνεται να μου μιλήσει κάποιος μια μέρα που εγώ απλά δε τη ζω.
Δε της ανήκω.
Πόσες ημέρες έχει μια εβδομάδα?
Χίλιες μου φαίνονται.
Πόσες ημέρες είναι μια Κυριακή?
Καμία μοιάζει τώρα.
Κάποιος με δάγκωσε στα χείλια και ματώσανε.
Μπορεί εγώ σε μια προσπάθεια να κρατηθώ.
Να μη μιλάω στον ύπνο μου.
Να μη φιλάω σκιές.
Να χαμογελάω.
Ξεχώρισα ένα όνειρο στη φάση που ξυπνούσα.
Μια αγκαλιά ήταν.
Κάποιον προσπάθησα να πάρω αγκαλιά.
Ελπίζω μόνο να μη τον λέρωσα.
Να μη τον τρόμαξα με το χαμόγελό μου.

Τι μαλακίες λέω?
Μίλησα?
Δε νομίζω.
Μου μίλησε κανείς?
Σίγουρα όχι.
Δευτέρα λοιπόν, πάω για δουλειά.
Καλημέρα ρε…