5.11.08


Χμμμ…
Γλυκό με πολύ γάλα..
Ευχαριστώ.
Δε μίλησα.
Όχι σε εσένα.
Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος.
Γι’αυτό κρατιέμαι.
Μήπως από αυτό κρατιέμαι?
Πάρε την καρέκλα δεν τη χρειάζομαι.
Μου φτάνει η δική μου κι αν κουραστώ να κάθομαι θα σταθώ και αν κουραστώ να στέκομαι θα τρέξω…αλλά θα γυρίσω για τον καφέ.
Ίσως πιο γρήγορα από όσο θα ήθελα.
Ίσως πιο αργά από όσο αντέχω καμιά φορά.
Μη μου πάρεις το τασάκι.
Καπνίζω, δε βλέπεις?
Μόνο το τσιγάρο και ο καφές μου έμειναν.
Α ναι σωστά και το τραπεζάκι.
Που να σταθεί μόνος του ένας καφές και ένα τασάκι?
Νερό?
Όχι καταπίνω με τον καφέ μια χαρά.
Γάμησέ το το νερό.
Τελευταία φορά που το θυμάμαι ήταν βράδυ και το ζητούσα γιατί δίψασα.
Δε θέλω να το ζητήσω από εσένα.
Δε με έκανες να διψάσω εσύ.
Να σε πληρώσω μόνο να μη στέκεσαι πάνω απ΄το κεφάλι μου.
Μιλάει το μυαλό μου και δεν του αρέσει να το ακούνε, ούτε να κάνουν πως το ακούνε.
Καλύτερα να μη μιλάμε.
Μιλάω μόνη μου και ακόμα κι αυτό προσπαθώ να το κόψω.
Με κάνει να θέλω νερό.
Με κάνει να διψάω για νύχτα.
Ελευθερία έχω.
Να κάνω ότι θέλω και δε θέλω.
Να ακούσω θέλω και δεν έχει κανείς να πει τίποτα.
Κι όσοι λένε είναι τα λόγια τους γεμάτα τίποτα.
Τι μαλακία αυτό το τίποτα.
Σε στραγγίζει την ώρα που έχεις στίψει τον εαυτό σου για να γεμίσεις ένα ποτήρι κάποιου που δε θέλεις να διψάσει όπως εσύ.
Μα τι σου λέω..
Εδώ θα ήμασταν νομίζεις αν με άκουγες?
Εδώ θα ήμασταν αν όντως σου μιλούσα?
Θα φόραγες ποδιά και θα μοίραζες αποδείξεις στα τραπέζια?
Θα ήθελα να μου πάρεις την καρέκλα?
Κοίτα να δείς...τελείωσε ο καφές.
Μιλάω τόση ώρα και δεν κατάλαβα πως έφτασα στον πάτο.
Αυτόν τον πάτο ποτέ δεν τον καταλαβαίνεις όταν έρχεται η ώρα να σε βρει.
Δε σου το λέει.
Νομίζω ήρθε η ώρα για μια μπύρα.
Ευχαριστώ.