3.6.08

Μαρμάρινη σιωπή...


Με ξύπνησαν κελαηδίσματα πουλιών. Ένα κίτρινο φόρεμα κι ένας καφές στην αυλή που με περίμενε για να μιλήσω. Σηκώθηκα χωρίς να με πάρω μαζί μου και ήπια τον καφέ μου σιωπηλή. Στο τζάμι του τραπεζιού τα φύλλα άλλαζαν θέση από τον αέρα ενός πρωινού που δεν περίμενα να έρθει.
Οι σκέψεις μου έμειναν στο μαξιλάρι μου κι άρχισαν να δημιουργούν εικόνες που γνώριζα πολύ καλά ότι υπήρχαν..Εικόνες που ποτέ δεν παραδέχθηκα. Με είδα να ψάχνω μέσα σε ένα μουσείο γεμάτο ημέρες πέτρινες που έστεκαν σε βάθρα με ημερομηνίες περασμένες χαραγμένες πάνω τους.
Περπατούσα κοιτάζοντας γύρω μου με βήματα που έχαναν αργά το ρυθμό τους.
Στα αυτιά μου έσβηνε η δύναμη της ακοής όσο χανόμουν στους διαδρόμους, το στόμα μου πονούσε κάθε που δοκίμαζε η φωνή μου να βγει.
Τρόμαξα όταν πριν σβήσω το τσιγάρο μου με πρόσεξα κι είδα τις φλέβες μαύρες πάνω στα χέρια μου, είδα το δέρμα μου κάτασπρο να γυαλίζει σαν παγωμένο.

Το μόνο που ζει πια είναι η ανάσα μου σε ένα μαρμαρωμένο σώμα. Στέκομαι ακίνητη, ένα πλάσμα απόκοσμο πάνω στο δικό του βάθρο και η ζωή χαράζεται στα πόδια μου σε μια ημερομηνία.
Με πρόλαβε η πέτρα φως μου και δε χώρεσες να μπείς.

Τα μάτια μου ακόμα κρατάνε τα δικά σου. Κομματιασμένος άνθρωπος ντυμένος με ένα ολόλευκο απροσπέλαστο φράχτη.
Δε θα μπείς, ούτε εσύ ούτε κανένας πια.

Πρέπει να είσαι πέτρινος για να νιώσεις πόσο πονάει η πέτρα.

Θα περιμένω τον καιρό να με τυλίξει με τη σκόνη του να μη με βλέπεις.
Θα περιμένω να βρω ζωή ξανά στα μάτια ενός άλλου αγάλματος που θα στηθεί απέναντί μου.
Κι ως τότε θα μείνω εδώ… ένα κομμάτι μαρμάρινης σιωπής.