26.6.08


Κουράστηκες..έσβησε και η φωτιά. Προσπάθησες να την κρατήσεις ζωντανή αλλά...δεν ήθελε. Απόψε λοιπόν, αποφάσισε εκείνη. Έσβησε μετά από τόσα χρόνια που υπήρχε εκεί σιωπηρή.
Έστρωσες το κρεβάτι σου, ένα σεντόνι και μια κουβέρτα. Ξάπλωσες και οι πέτρες κάτω απ΄την πλάτη σε πονούσαν. Στα ίδια σημεία που πονούσαν για χρόνια και έμενες και εσύ σιωπηλός.
Στα αυτιά σου έφτασε ο ήχος από στάλες βροχής που χόρευαν αργά πάνω στην τέντα, στο πρόχειρο καταφύγιό σου. Η βροχή δυνάμωνε, το ίδιο και ο ήχος απ΄τις στάλες. Λες και ήταν μια απ΄τις πιο σκοτεινές σου φαντασιώσεις..σχεδόν έσταζε μέσα σου.
Μια τρελή επιθυμία να βγείς έξω σε κατέκλυσε. Για μια στιγμή τράβηξες τα σκεπάσματα και έμεινες γυμνός, χωρίς φόβο, χωρίς καμία ντροπή.
Ήθελε τόσο πολύ το χώμα μέσα σου να πιεί νερό από αυτή την ονειρική χορωδία...
Μια σταγόνα μπλέχτηκε σε μια μικρή σχισμή και έπεσε στο μάγουλό σου...κύλησε ελεύθερη στο λαιμό και ύστερα...
Τα χέρια σου φοβισμένα έπιασαν το σεντόνι. Το σώμα σου κρύφτηκε ξανά..Η βροχή κατάλαβε και έμεινε απλά να ψιθυρίζει..δεν άκουγες όμως.
Παρακαλούσες να γίνει η βροχή φωτιά, ο ουρανός ανάσα και ο άνεμος μια αγκαλιά.
Η νύχτα να γίνει παρέα...