Σβήνοντας αργά, το απόγευμα τη βρήκε να περπατάει δίπλα στη θάλασσα…
Σιδερένια έμοιαζε μες στο θυμωμένο κορμί της.
Η άμμος βυθιζόταν κάτω απ΄τα πόδια της και τα φύκια έπλεκαν βραχιόλια στους αστραγάλους.
Το ήσυχο παράπονο του μυαλού δεν έφτανε μέχρι τα κύματα. Τα δάκρυα μέσα απ’τα μάτια της δε γυμνώνονταν για κανένα ουρανό.
Σιδερένια ήταν.
Η θάλασσα αναμετριόταν με την ανάσα της και κέρδιζε κάθε φορά. Το ιώδιο αρωμάτιζε τη σκέψη της κι ο άνεμος ξεγελιόταν νομίζοντας πως θα βουτήξει στο μπλε χαμογελώντας.
Κι όμως εκείνη συνέχιζε να παρακολουθεί από μακριά.
Το φοβόταν το μπλε αυτής της θάλασσας.
Γι αυτήν τα νερά ήταν βράχος, αν έπεφτε μέσα τους θα σκοτωνόταν.
Γι αυτήν τα νερά θα γίνονταν σίδερο που θα της έπαιρνε τη ζωή.
Αν μετρούσε τα βήματα στην παραλία θα έβρισκε όλες τις μέρες που πέρασαν κρατώντας τα πόδια της χωμένα βαθιά μες στην άμμο.
Αν μπορούσε να αδειάσει τη φωνή που κάποιο βράδυ κατοίκησε μέσα της θα πετούσε πάνω απ΄το νερό, μακριά από αυτή την παραλία για πάντα.
Μια Πηνελόπη ήταν…
Κι η θάλασσα έκρυβε έναν Οδυσσέα χαμένο σε ταξίδι μακρινό.
Τέρατα με πύρινες γλώσσες και ερωτικές μορφές με λάγνο βλέμμα τον παρέσυραν.
Αυτός μέσα στη θάλασσα κι εκείνη μακριά.
Αυτός η θάλασσα και εκείνη η στεριά.
Αιώνια βραχιόλια στους αστραγάλους, αλάτι και σιωπή.
Ποιος θεός υπάρχει που μπορεί να μιλήσει για αυτήν?
Ποιος θεός μπορεί να γεμίσει ένα δρόμο με άμμο και νερό μαζί?
Ποιος είναι αυτός που μπορεί να δει την αλήθεια και στα αλήθεια…να μην κρυφτεί?
Αλάτι και σιωπή…κρυμμένες πληγές και ανύπαρκτα μονοπάτια.
Μια αρχή θαμμένη καλά. Μαύρο η θάλασσα, λευκό η αμμουδιά.
Θριαμβεύει το τίποτα που τα γκρέμισε όλα.
Μια χαμένη Πηνελόπη ήταν…κρυμμένη σε ένα σιδερένιο κορμί.
Ένας Οδυσσέας υπήρχε... μα ποτέ δεν ξεκίνησε ταξίδι για αυτήν.
Όλα θάλασσα και στεριά.
Όλα χαμένα στο μύθο μακριά…