2.12.09

Τελικά δε μπορώ να σταματήσω τους εφιάλτες.
Με τίποτα.
Ξύπνησα και έβλεπα ακόμα το μπαμπά να στολίζει λέει το δέντρο στο σπίτι μου.
Τα στολίδια ήταν σκονισμένα...και στις φάτσες τους τα χαμόγελα ήταν σβησμένα.
Έπιασε ένα μεγάλο Άγιο Βασίλη που έχω και η κοιλιά του ξεφούσκωσε βγάζοντας άσπρη σκόνη στο πρόσωπό του και έβαλε τα κλάματα.
Μετά εξαφανίστηκε και άκουγα από κάπου τη μάνα μου να λέει..."ο πατέρας σου συγκινήθηκε που κράτησες τα στολίδια που σου είχε πάρει"...
Τα ποια?
Πότε?
Που?
Ποτέ και για κανένα λόγο.
Γαμημένο μυαλό μου πρωί πρωί.
Σηκώθηκα με δάκρυα στο πρόσωπο ρε πούστη.
Δε θα σταματήσει ποτέ όλο αυτό?
Θα μου πει κάποιος?
Θα έρθει ένας γαμημένος κάποιος να μου λύσει το μυστήριο?
Να με πιάσει που πέφτω ρε...
Δε θέλω τίποτα.
Να ξεχάσω θέλω.
Ή όχι...
Να ηρεμήσω ίσως. Να μη φοβάμαι τη νύχτα που ξαπλώνω και να θέλω να ξυπνήσω το πρωί.
Μαύρα μαλλιά και σκούρα μάτια. Αδύνατη με θυμωμένα χαρακτηριστικά. Αν δε με ξέρεις ήδη, έτσι είμαι. Και να σου πω...
Δε ντρέπομαι να σου πω ότι φοβάμαι ρε.
Και γέλα όσο θες. Και σκέψου ότι θες...
Φοβάμαι να ξανακοιμηθώ.
.........................................................
Όλοι μαζί να πέσετε πάνω μου σήμερα δε θα με κάνετε να νιώσω μεγαλύτερο βάρος από αυτό που ήδη νιώθω.