5.9.08

Ξαπλωμένη στο σκοτάδι άκουγε μόνο την ανάσα της..

Σεντόνια περασμένων στιγμών τη σκέπαζαν και δίπλα της το σώμα που διέσχισε τη νύχτα μαζί του. Το συρτάρι στο δεξί κομοδίνο ανοιχτό και το δέρμα της μύριζε ξένο ιδρώτα.
Ήθελε να φωνάξει, να αδειάσει το δωμάτιο με μια κραυγή…αλλά η νύχτα έξω ήταν ήρεμη και δε μπορούσε να το κάνει. Ζήλευε τη γαλήνη που ξεχείλιζε έξω απ΄το παράθυρο.
Σηκώθηκε αργά και άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει ξαπλώνοντας στη μέση του ξύλινου πατώματος στο σαλόνι.
Ο αέρας τη φυσούσε στο πρόσωπο γλιστρώντας από τις γρύλιες του παραθύρου ανακατεύοντας αρώματα θαμμένα σε γωνίες και συρτάρια.
Βόλτα στο μυαλό απόψε για να ξεφύγει…
Κάπου στο χθές της..
Κάποιος χτύπησε, περπατάει ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά και έπιπλα που μετακινήθηκαν βίαια από τη θέση τους.
Κάποιος έσβησε γιατί ήρθε η ώρα γι’αυτό.
Μια θέση άδειασε, τη βλέπει.
Μια θέση που δε θα ξαναγεμίσει ποτέ, θα στοιχειώσει το χώρο και θα χαθεί μες στη σκόνη ώσπου ένας ασήμαντος λόγος θα τη φέρει για μια στιγμή στο παρόν.
Να σκορπίσει το κενό.
Kαι ύστερα θα χαθεί ξανά..
Χαμογελάει και ένα δάκρυ κατεβαίνει νωχελικά στα χείλη της.
Τώρα βρίσκεται σε ένα άσπρο δωμάτιο και ακούει μια ανάσα που βγαίνει μετά βίας.
Σιδερένια κρεβάτια και έντονη μυρωδιά ενός θανάτου που περιμένει να χαθεί η δύναμη που κοιμάται κάτω απ΄το λερωμένο σεντόνι.
Αλλού ..χώμα και κόσμος πολύς, θολά πρόσωπα, θολά όλα.
Τα μάτια της βγαίνουν απ 'αυτή την εικόνα και την αναγκάζουν να γαντζωθεί σε μια φωτογραφία…
Γέμισαν τα συρτάρια φωτογραφίες, γέμισε η ψυχή της παγωμένα βλέμματα και σιωπή.
Όχι ησυχία, σιωπή…
Κομμάτια από σώμα και μυαλό ανακατεμένα και δεν υπάρχει θέλω να τα βάλει στη σωστή σειρά.
Κι ύστερα πίσω ξανά…σε μια θάλασσα βαθιά, βράδυ…
Μια θάλασσα ζεστή σαν το πιο «αληθινό» ψέμα, αυτό που μπαίνοντας σε κάνει να νιώθεις ασφαλής και όσο κολυμπάς μέσα του τόσο μεγαλώνουν οι φόβοι σου μα δε θες να βγείς. Όχι ακόμα…
Κι ας είσαι ήδη έξω..
Γυρίζει στο πλάι και ακουμπάει το αυτί της στο ξύλο.
Ξέρει να μεταφράζει αυτό που ακούει, την καρδιά της που χτυπάει.
Ξέρει τι λέει απόψε, μόνο που δε μπορεί να πεί.
Να το πεί…
Δεν υπάρχει λόγος..
Κλείνει τα μάτια και φαντάζεται πως δεν είναι στο τώρα…
Πως κοιμάται σε μια αγκαλιά.
Κολυμπάει σε ήρεμη θάλασσα και δε φοβάται.
Αναπνέει και δε συναντά πουθενά τη γνωστή μυρωδιά όσων πέρασαν.
Η καρδιά της χτυπάει πάνω στο ξύλο..
Δεν είναι εκεί..

Δεν είναι κανείς εκεί..

Ξαπλωμένη ακούει μόνο το σκοτάδι στην ανάσα της..