25.9.08

Εδώ..


«Πάλι εδώ αυτή?
Και πάλι με αυτή τη βρομερή τσάντα…»


Η αλήθεια είναι ότι βρομούσε η τσάντα της, παλιό σάπιο αίμα..σαν μια πληγή που κακοφόρμισε μα δεν έκλεισε ποτέ. Το μύριζε και η ίδια όσο την κρατούσε μα περίμενε πως κάποτε θα στράγγιζε ότι έχει μέσα , κάποτε θα έβρισκε το κουράγιο να την ανοίξει για να πετάξει ό,τι παλιό. Να είναι έτοιμη για να χωρέσει ό,τι νέο…
Απλά δεν είχε γίνει αυτό ακόμα…ναι όχι ακόμα.

Άργησε το λεωφορείο…

Κάθε φορά που την έγδερνε η ζωή της έδινε και ένα εισιτήριο, είχε τόσα πολλά...
Αρκετά για να μη θυμάται αριθμό, να μη θέλει να θυμάται.
Έμπαινε σε λεωφορεία.
Κάθε φορά σε άλλο.
Πότε για πολύ, πότε για πολύ λίγο.
Θυμάται κάποια τόσο γεμάτα που δεν μπορούσε να ανασάνει, που παρακαλούσε να μην είχε ανέβει ποτέ.
Άλλα άδεια, σχεδόν έρημα. Τόσο κενά που την έκαναν να βαριέται και να θέλει να κλείσει τα μάτια απλά για να πάψει o χρόνος να υπάρχει.
Θυμάται και άλλα που είχαν μόνο μια θέση και όταν ανέβαινε και πήγαινε να καθίσει ο ελεγκτής της έλεγε πως η θέση είναι κρατημένη, για κάποιον άλλο που θα ανέβει από αλλού. Σε αυτά κατέβαινε αμέσως…χωρίς να δει ποτέ ποιος τελικά θα έπαιρνε τη θέση…
Πολλά ταξίδια, πολλές εικόνες απ΄το παράθυρο.
Κάποια είχαν μόνο νύχτα και άλλα μόνο τούνελ και σπηλιές, σκιές ενός ήλιου που ποτέ δεν είδε.

Το τελευταίο ....
Το πιο μεγάλο της ταξίδι.
Όμορφο ήταν ...
Μόνο που προς το τέλος της διαδρομής κάποιος πήγε να της κλέψει την τσάντα.
Πήρε ένα μαχαίρι και την έσκισε ακριβώς στο κέντρο...ακόμα φαίνεται η κλωστή με την οποία έραψε την τρύπα. Αν κοιτάξεις καλά φαίνεται..

Δε θέλει να σκέφτεται το τελευταίο..

.............
Κάθε φορά που κατέβαινε και περίμενε σε ένα σταθμό θύμιζε στον εαυτό της πως κάπου υπάρχει το σωστό λεωφορείο, αυτό που θα την πάει στο πιο όμορφο μέρος.
Δεν είχε το θάρρος να φανταστεί αυτό το μέρος…
Βλέπεις έπρεπε πρώτα να βρεί κάποιον να αδειάσουν τη βρόμικη βαλίτσα, ύστερα θα μπορούσε να κοιτάξει απ΄το παράθυρο με το μυαλό και την καρδιά εκεί.
Στο ταξίδι..
Άργησε το λεωφορείο και κάνει κρύο..
Βάρυνε και η γαμημένη η βαλίτσα.
Να μπορούσε να την πετάξει κάπου…
Μπορεί αυτή να ήταν ο λόγος που ποτέ κανένας δεν τη κράτησε μέσα μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Μα δε μπορούσε να την πετάξει…είχε μέσα τα πάντα.
Δεν ήταν όλα σάπια μέσα…αλλά…
Ο αέρας της πάγωνε το πρόσωπο.
Θα περιμένει λίγο ακόμα, λίγο ακόμα…
Θα μπεί μέσα, θα καθίσει στο παράθυρο και θα σκίσει όλα τα γαμημένα εισιτήρια.
Θα κλείσει τα μάτια και θα ονειρευτεί…
Αυτό θα είναι το τελευταίο λεωφορείο, το τελευταίο ταξίδι κι όταν κατέβει η βαλίτσα θα είναι ελαφριά όπως όταν την πρωτοκράτησε.