5.5.08

The Scream by E.Munch
Γέλα και μη κοιτάς.
Προχώρα και μη σταματάς.

Φυσάει και ο κορμός του κουνιέται, τα ξερά φύλλα κόβονται.
Δε βαριέσαι, ότι αντέξει θα μείνει.
Χώμα μπαίνει στα μάτια μου και δε μπορώ να τα ανοίξω.
Δε με νοιάζει, βλέπω καλύτερα όταν είναι κλειστά.
Το γκρίζο του ουρανού κατάπιε τη μέρα σήμερα και δε θα την ξαναδεί κανείς.
Θα περιμένει μέχρι να βαφτεί νύχτα και θα κρατήσει αυτή τη μπογιά για πάντα.
Για όσο ζει το πάντα στον κόσμο αυτό που η αλήθεια δεν αντέχει ούτε καν να συρθεί στο δέρμα πια.
Κι αν βρέξει?
Κι αν καίει πάλι η βροχή?
Θα με δουν να βρέχομαι και δεν πρέπει. Υποσχέθηκα να μη με ξαναδούν.
Ο ιστός βάρυνε, ζαλίστηκα χθες και τον έπλεξα γύρω μου. Μου έκλεψα την ανάσα την ώρα που χαμογελούσα και ξέχασα να πάρω μια άλλη μαζί μου για να αλλάξω όταν αυτή λερωθεί.
Ξαπλωμένη στο δικό μου κολλώδες δημιούργημα με μια βρόμικη φορεσιά που γυαλίζει και καταστρέφει το πολύτιμο σκοτάδι μου.
Πως να ηρεμήσεις?
Πως να κουνηθείς όταν δε θυμάσαι που είναι το τέλος και που η αρχή?
Κι αν θυμάσαι αλλά δεν έχει σημασία?
Μια τελεία σκάλωσε σε μια σελίδα.
Διάλογος ανάμεσα σε ρήματα απρόσωπα.
Πρέπει-είναι.
Δεν πρέπει-δεν είναι.
Κομματιάζεται η τελεία σε μύρια αποσιοποιητικά. Μαύρες στιγμές για να αναπνεύσεις, να σηκωθείς.
Τελικά μόνο ένα φύλλο έμεινε. Ο κορμός του κι ένα φύλλο.

Στο γυρισμό μια λάμπα τρεμοσβήνει. Κάνει κρύο και θες αγκαλιά.
Κουράστηκες να συγκρατείς τους μυς σου..
Θα βγει από μέσα αυτή η κρυμμένη κραυγή..
Θα βγει και τότε θα χαθείς. Θα σβήσει τα πάντα, για πάντα..

Προχώρα και μη σταματάς.
Δε βαριέσαι, ότι αντέξει θα μείνει.