2.5.08

Η κυρα Λένη..


Έμενε σε μια παλιά μονοκατοικία σε ένα αδιέξοδο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί, την ήξεραν όλοι και αυτή με τη σειρά της ήταν κομμάτι της γειτονιάς.

Το σπίτι ήταν πια πολύ παλιό, παραμελημένο από τότε που έχασε τον άντρα της και έφυγαν και οι γιοί της για να ξεκινήσουν τη δική τους ζωή.
Έβγαζε μια καρεκλίτσα το απόγευμα στο πλατύσκαλο της αυλής και καθόταν αμίλητη κοιτάζοντας το βουνό απέναντι.
Της άρεσε πολύ να κοιτάζει εκεί μακριά και να ονειρεύεται..ποιός ξέρει τι.
Στα πόδια της ξάπλωναν τα δυο σκυλιά της και περίμεναν να πέσει το σκοτάδι για να τους βάλει φαϊ και να τα χαϊδέψει πριν κοιμηθούν όλοι μαζί.
Τα δωμάτια ήταν πολλά αλλά η κυρα Λένη έμενε μονάχα σε ένα, τα άλλα τα είχε κλειστά. Οι σόμπες που ζέσταιναν τις κρεβατοκάμαρες είχαν χαλάσει από καιρό και δεν είχε χρήματα για να τις φτιάξει. Κοιμόταν λοιπόν στον καναπέ του σαλονιού τυλιγμένη στις κουβέρτες της.
Τα παιδιά έρχονταν και την έβλεπαν που και που αλλά ποτέ δεν κάθονταν πολύ. Δεν είχε που να τα κοιμίσει και ντρεπόταν. Καμιά φορά έκλαιγε μόνη της καθισμένη κάτω απ΄τη λεμονιά της αυλής…Ήθελε να έχει τη δύναμη να τα αλλάξει όλα, το σπίτι, τον εαυτό της, τη ζωή. Ήταν αργά πιά και το ήξερε αλλά εκείνο το μοναχικό βουνό απέναντι άκουγε πάντα τις ιστορίες της, δεχόταν όλα τα παράπονά της και εκείνη δε σταματούσε να του μιλάει μες στο μυαλό της ..
Ποτέ..

Τα αγόρια της, της είπαν να την πάρουν μαζί τους, να κοιμηθεί επιτέλους σε κανονικό κρεβάτι, να μη φοβάται το χειμώνα. Όμως η κυρα Λένη σε κλουβί δεν άντεχε, «στην αυλή μου γεννήθηκα και εδώ θα πεθάνω» έλεγε…
Πάλευε αλλά δεν έσκυβε το κεφάλι, δε συμβιβαζόταν. Ήταν αρχόντισσα εκεί μέσα.

Μια μέρα ήρθε ένα χαρτί. Οι γιοι της τη βρήκαν να το κρατάει και να κλαίει. Το σπίτι το έπαιρνε η τράπεζα. Υπήρχε ένα παλιό χρέος που είχε ξεχαστεί στο πίσω μέρος του μυαλού της και δεν μπόρεσε ποτέ της να το ξεπληρώσει. Δούλευε μέρα νύχτα καθαρίστρια αλλά τα λεφτά έφταναν μόνο για τα παιδιά…για τίποτε άλλο.
Την έβαλαν χαμένη σε ένα φορτηγό με τα λιγοστά της πράγματα και την πήγαν αλλού να μείνει.
Της νοίκιασαν σπίτι με αυλή, της φύτεψαν και λουλούδια που έμοιαζαν με τα δικά της. Έφτιαξαν και κρεβατοκάμαρα κανονική με τα όλα της…
Νέα σελίδα, στο τέλος του βιβλίου της.

Αν περάσεις θα τη δείς να κάθεται έξω στην καρεκλίτσα της με το κεφάλι σκυμμένο.
Χάθηκε η παρέα της, χάθηκε το βουνό που άκουγε τα πάντα.

Το σπίτι της το έριξαν..πήγα από εκεί και είδα μόνο χώματα. Εκεί που ήταν το πλατύσκαλο και οι λεμονιές, είδα μόνο χώματα…
Θα μου λείψει η γειτονιά και η παρέα μιας βουβής γυναίκας με δυο σκυλιά στα πόδια της. Θα μου λείψει εκείνο το παλιό σπίτι.
Δε θα ξαναγυρίσω εκεί τώρα που λείπει η κυρα Λένη.