Είναι αργά και κοιμούνται όλοι στη γειτονιά.
Ένας παράξενος τύπος ξέμεινε από κάποιο παράλογο ξενύχτι μεσοβδόμαδα και κάθεται στο μοναδικό παγκάκι του πάρκου.
Ο ουρανός απόψε είναι πεντακάθαρος, έρχεται καλοκαίρι και φοράει κάθε βράδυ τα καλά του πια.
Ο μοναχικός θεατής της σκούρας φορεσιάς του τον παρατηρεί αμίλητος.
Μόνο ο καπνός απ΄το τσιγάρο του φαίνεται αν κάτσεις και προσέξεις τη σταθερή αυτή εικόνα. Είναι το μόνο πράγμα που κινείται αθόρυβα, σαν ένα φίδι χωρίς σάρκα που σέρνεται ανάμεσα στις φυλλωσιές.
Απ΄το μπαλκόνι μου κοιτάζω μια τον ουρανό και μια τον άγνωστο.
Να κατέβω να καθίσω μαζί του?
Έτσι για παρέα.
Κι αν θέλει να μείνει μόνος?
Θα έφευγα ξανά.
Μπα...
Ένα αστέρι έπεσε.
Άραγε να το είδε κι εκείνος?
Δε σάλεψε πάντως.
Η αλήθεια είναι πως είμαστε μεγάλοι πια για να κάνουμε ευχές.
Χμμμμ..εγώ πάντως θα ευχόμουν να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω.
Βιάστηκα να μεγαλώσω και τώρα παρακαλάω το χρόνο να με ξεχάσει.
Χα!
Τραγικά ειρωνικό...
Κοίτα τον όμως..άναψε κι άλλο τσιγάρο κι ακόμα κοιτάζει τον ουρανό.
Μόνος..
Καμιά φορά το χρειάζεσαι να μείνεις μόνος.
Εεεεεεεεεεεεεε ρε άνθρωπε είσαι για μια αγκαλιά?
Χαβαλέ θα είχε να κατέβαινα και να του έλεγα κάτι τέτοιο...
Να φανώ εγώ η δυνατή, προσπαθώντας τη δική μου αδυναμία να καλύψω.
Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι?
Κι αν είναι..
Έπιασε ψύχρα, να μπω μέσα να κρυφτώ στο κρεβάτι μου.
Κι όμως θα΄θελα να τον πάρω αγκαλιά απόψε.
Έτσι, για να έβγαινε μια ευχή του αληθινή...
Art is long and time is fleeting and our hearts though stout and brave, Still, like muffled drums, are beating, Funeral marches to the grave.. "The flowers of evil"-C.Baudelaire
28.5.08
Πόσο δύσκολο να είναι..
27.5.08
Ξέρεις...
Δε θυμάμαι πότε δημιουργήθηκαν..
Πονάνε όμως αυτό ξέρω..
Ποιος είπε ότι μπορώ να φύγω?
Ποιος είπε ότι ξέρω να πετάω?
Μόνο να κρέμομαι στα κορδόνια μου και να χορεύω ξέρω.
Παίξε μου εσύ να δεις τι όμορφα χορεύω..
Καιρό τώρα ..
Ναι ξέρω πολύ καλά να χορεύω!
Θα τα τραβήξω από πάνω μου να βγουν, θα κόψω σάρκα, ότι χρειάζεται θα κάνω γιατί ..
Είναι αδύνατο σου λέω να πετάξω.
Δεν ανήκω εκεί πάνω, τους βλέπεις πόσο αλλιώτικοι είναι?
Όμορφοι, τόσο που μου φέρνουν δάκρυα όταν τους κοιτάζω..
Θα πάψω να κοιτάζω πάνω, αυτό θα κάνω..
Θα τα τραβήξω από πάνω μου να βγουν.
Μόνο να κρέμομαι και να χορεύω ξέρω!
22.5.08
Ο ουρανός πάλι δικός σου
Θα μπουν στη θέση που ο άνεμος θέλει..
Άλλη όψη για μια ακόμα φορά.
Θα συνεχίσεις να βλέπεις μόνο τα κενά.
Θα προσπαθήσει να ταιριάξει τα σχήματα για να καταλάβεις.
Σκέψεις, εικόνες, λέξεις και αρώματα πιασμένα με ένα αόρατο νήμα.
Θα μείνεις ακίνητος, θα περιμένεις κι άλλο..
Κι ύστερα ένα φύσημα θα τη σκορπίσει μέσα σε μια στιγμή, όπως ακριβώς την έφτιαξε.
Σκόνη, χωρίς καμιά σημασία.
Κι ο ουρανός σου ξανά καθαρός.
Αυτό δεν ήθελες?
Ο ουρανός πάλι δικός σου.
20.5.08
Χίλιες μορφές..
Μικρή έψαχνε για όνειρα…τα μάζευε ένα ένα και έντυνε με αυτά τις μέρες της.
Φορούσε τα καλύτερα χαμόγελα και τη ζήλευαν όλοι.
Γύριζε σπίτι απ΄το σχολείο και μόλις έκλεινε την πόρτα έβγαζε ότι υπήρχε μέσα της εύθραυστο και το έκρυβε σε ένα τετράδιο.
Ένα καφετί τετράδιο με μαύρα λουλούδια.
Ότι κι αν γινόταν μετά θα το ξεχνούσε…ότι κι αν γινόταν θα το κρατούσε μακριά απ΄το τετράδιο, μακριά απ΄το μέλλον.
Ήταν πριγκίπισσα , ήταν ξωτικό, ήταν δυνατή, ερωτική, μια δίνη… μια ανάσα ήταν για κάποιον που χωρίς αυτή δε μπορούσε να ζήσει.
Δεν έψαξε.. τη βρήκε μόνος του εκείνος.
Την ξεχώρισε από τα μάτια της.
Την κράτησε στα χέρια του και εκείνη άλλαξε όλες της τις μορφές σε μια στιγμή του αιώνα που πέρασαν μαζί. Έσβηνε η μια ζωή μετά την άλλη μέχρι που αφέθηκε στην αληθινή.
Είχε καταφέρει να γεμίσει τον κόσμο της , είχε καταφέρει να αφήσει το τετράδιο σε ένα ράφι κλειστό για καιρό..
Ήταν κενή, ήταν θυμωμένη, ήταν χαρούμενη, ψεύτικη, αηδιασμένη, μόνη… καταιγίδα ήταν που κατέστρεφε τα πάντα και εκείνη μαζί.
Αδιάφορες οι ημέρες.
Φορούσε τα καλύτερα χαμόγελα και τη ζήλευαν όλοι.
Γύριζε σπίτι απ΄τη δουλειά και μόλις έκλεινε την πόρτα έβγαζε ότι υπήρχε μέσα της εύθραυστο και το έκρυβε σε ένα τετράδιο.
Ότι κι αν γινόταν μετά θα το ξεχνούσε…ότι κι αν γινόταν θα το κρατούσε μακριά απ΄το τετράδιο, μακριά της.
Δεν τον άφησε, έφυγε μόνος του εκείνος.
Δεν την άφησε, χάθηκε κάπου ανάμεσα… κάπου στο χρόνο.
Έμεινε μόνο ένα καφετί τετράδιο με μαύρα λουλούδια γεμάτο λάθη, λήθη, πόνο, ψέμα, αγάπη, έρωτα, αρχή και τέλος.
Ήταν πριγκίπισσα , ήταν ξωτικό ...
Ψεύτικη ήταν, μόνη…
Χίλιες μορφές θα είναι που δε θα μπορείς να ξεχωρίσεις.
Κλειστό τετράδιο θα είναι … κάπου στο χρόνο.
19.5.08
Σε σκεφτόμουν χθες το βράδυ..
Τυχερή είμαι που σε άκουσα και άφησα τα χέρια σας να με χαϊδέψουν.
Με έντυσαν και με χτένισαν για να είμαι έτοιμη για τη χειρότερή μου μέρα.
Το πρωί που ξύπνησα με σήκωσε ένα χαμόγελο που κοιμόταν στο μυαλό μου απ΄το προηγούμενο βράδυ.
Τυχερή είμαι που άφησα να μπει εκείνο το χαμόγελο …
Όση ώρα έστεκα στον ήλιο και τα πόδια μου έτρεμαν, μου μύριζε το άρωμα σας.
Ήσασταν όλοι πίσω μου…και δε μιλούσε κανείς. Αν έπεφτα όμως θα με πιάνατε, θα τρέχατε όλοι και το ξέρω. Για αυτό δεν έπεσα. Με είδατε?
Είδατε πόσο δυνατή είμαι?
Τυχερή είμαι που υπάρχετε…
Kι όσο μεγαλώνω τόσο πιο μεγάλοι φαντάζετε και εσείς στα μάτια μου, πιο μεγάλοι από όλα τα άσχημά μου…
Στο γυρισμό δεν ήθελα να μιλήσω.
Για ώρες έξω απ΄το παράθυρο κρέμονταν δυο φωνές ..κάτω από μια ροζ λάμπα σε ένα μικρό χολ.
Τυχερή είμαι για αυτές τις φωνές.
Για όλες αυτές τις φωνές.
12.5.08
17.5
Οι αγκώνες στα γόνατα και το πρόσωπο κρυμμένο στις παλάμες.
Σε λίγο πρέπει να φύγει.
Μαύρο σε όλο το σώμα.
Ένας θόρυβος γδέρνει τα αυτιά. Περίεργα ενοχλητικός θόρυβος, αν και θα έπρεπε να τον έχει συνηθίσει πια. Οι δείκτες του ρολογιού γυρίζουν μανιασμένοι, τα γρανάζια του χτυπούν σαν τρελά. Ο ήχος από το μέταλλο που περιστρέφεται την κάνει να χάνει σχεδόν τα λογικά της.
Ρίχνει το βλέμμα στο παλιό ρολόι. Μια δίνη σχηματίζεται στη θέση των δεικτών που συνεχίζουν να γυρίζουν ασταμάτητα. Ο τοίχος ανοίγει και μια μαύρη τρύπα χάσκει στο κέντρο του. Ένας σκοτεινός διάδρομος αποκαλύπτεται και μια σκιά μέσα του περιμένει..δεν γίνεται..δεν υπάρχει αυτό.
Χίλιες λέξεις που ουρλιάζει η λογική την κρατάνε δεμένη στον καναπέ. Τα μάτια της όμως δε φεύγουν από εκεί…Χαμένα μέσα στο γκρίζο στρόβιλο δέθηκαν με εκείνη τη σκιά.
Η σκέψη της λύνεται και τρέχει να πιάσει το χέρι του. Πάει καιρός από τότε που το άγγιξε και θυμάται πως ήταν παγωμένο. Άραγε μπορεί να τον νιώσει τώρα?
Έτσι..?
Κατεβαίνοντας στο σκοτάδι του, με το μυαλό της…
Το φως που μπαίνει απ΄το παράθυρο τη ζεσταίνει στο πρόσωπο και της θυμίζει τους λόγους που κάνουν αδύνατο αυτό που θέλει βαθιά μέσα της.
Η σκιά στέκεται ακόμα εκεί και περιμένει. Την περιμένει …
Ένα πράγμα θέλει να του πει. Δυο λέξεις μόνο…
Φωνάζει..με όση δύναμη έχει.
Η φωνή γίνεται άνεμος μα γερνάει και χάνεται πριν καν κατέβει στο σκοτάδι..
Μακάρι να μπορούσε να πει σε όλους πως τίποτα δεν αξίζει να μένει για αύριο..Δεν ορίζει κανείς το αύριο.
Όσα έχεις μπορούν να χαθούν σε μια στιγμή.
Όσα θέλεις και σιωπάς μπορούν να γίνουν σκιά σε μια δίνη που δε σε χωράει…
Κάποιος μιλάει μες στο δωμάτιο. Τα λόγια του είναι ένα βουητό κάπου πίσω στο χρόνο. Το τώρα είναι μακριά από λέξεις και δεν το φτάνει τίποτα.
Δεν το κρατάει κανείς.
Μια τελευταία ματιά στο ρολόι.
Οι δείκτες σταμάτησαν.
Δε μετράνε ώρες.
Μετράνε χρόνια…
Είναι ένας χρόνος ακριβώς.
Ένας χαμένος χρόνος.
ΥΓ.Σήμερα με ξύπνησε ένας γαμημένος εφιάλτης, για να μου θυμήσει ένα ραντεβού με την πραγματικότητα.
Οι ημέρες θα περάσουν..
Θα φύγω, θα ξαναγυρίσω και θα φοβάμαι πάντα τον επόμενο εφιάλτη..
8.5.08
Άκου τώρα…
Η εικόνα μπροστά σου αρχίζει αργά να ξεκαθαρίζει. Τα χρώματα ζωντανεύουν ενώ από μακριά ακούγονται σφυρίγματα πουλιών, φλύαρο θρόισμα φύλλων και ο ήχος από γάργαρο νερό που γλείφει πέτρες στο πέρασμά του.
Βρίσκεσαι θεατής σε ένα κομμάτι ζωής ξένο μα τόσο όμορφο που διαλύει όλες σου τις αναστολές.
Κάτω απ΄τα πόδια σου χωμάτινο μονοπάτι σε οδηγεί σε ένα ξέφωτο. Το φως ενός μακρινού ήλιου αφήνει λίγες αχτίδες να παιχνιδίζουν γύρω σου αποκαλύπτοντας χρώματα που δε μπορείς να ονομάσεις. Οι λέξεις δε φτάνουν για να ανασάνουν οι τόσες αποχρώσεις του ονείρου αυτού.
Περπατάς αργά αλλά σίγουρα. Ξέρεις πως θέλεις να φτάσεις σε εκείνο το γάργαρο νερό που μάγεψε τα αυτιά σου από την πρώτη στιγμή. Καθώς τα πόδια σου βυθίζονται στο μουσκεμένο από την πρωινή υγρασία χώμα, πλέκεις στο μυαλό σου χίλιες εικόνες.
Ένα όνειρο μέσα στο όνειρό σου.
Σενάριο για να ζήσεις μια στιγμή έστω, πριν να φτάσεις στο μελλοντικό σου «τώρα». Ένα τώρα που αναζητούσες καιρό και θα το κρατήσεις ώσπου να γίνει «πάντα».
Σκέψου…
Θα είναι ένα πανέμορφο ποτάμι αγκαλιασμένο από τα πιο άγνωστα λουλούδια.
Πλατάνια θα ξαπλώνουν πάνω του και θα αφήνονται να τα παρασέρνει το παγωμένο χάδι, η υγρή ανάσα του…σχεδόν ερωτικά. Θα τρέξεις και θα βυθίσεις τα δάχτυλά σου μέσα σε ότι είναι αυτό που γέννησε τον ήχο που σε ξέθαψε απ΄τον ύπνο.
Θα καθρεφτιστείς πάνω του μέχρι να μάθεις κάθε γραμμή του προσώπου σου όπως θα στην περιγράψει το διάφανο νερό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια από αυτή που κρατάει το δικό του νερό.
Κι όταν σε μάθεις και νιώσεις γεμάτος , θα πετάξεις κάθε ρούχο από πάνω σου και θα βυθιστείς στον υγρό κόσμο του. Θα αφεθείς εκεί μέσα ανίσχυρος, παραδομένος ..μια πέτρα μικρή στην ανεξερεύνητη ψυχή του. Να σε παρασέρνει, να σε αλλάζει, να γίνετε ένα όταν θα σκορπιστείς σαν σκόνη μέσα του.
Το μονοπάτι ανηφορίζει και παραμερίζοντας τους τελευταίους θάμνους βρίσκεσαι εκεί επιτέλους. Η εικόνα σου κλέβει την ανάσα…ρουφάει μέσα της ότι έχει απομείνει από εσένα.
Γέλια…
Μα πώς…
Στο βάθος του ονείρου σου μια φιγούρα πλατσουρίζει και γελάει, γελάει με όλη της την καρδιά. Έχει τα «πάντα», τους ανήκει και της ανήκουν.
Όμορφο …
Γυρίζεις πίσω πατώντας πάνω στα ίδια βήματα που σε έφεραν εδώ.
Η εικόνα γίνεται αχνή και τελικά σβήνει..
Χαμογελάς …
Θεατής σε ένα κομμάτι ζωής ξένο μα τόσο όμορφο ...
Πες μου δεν ήταν όμορφα απόψε?
Κι ας ήταν ένα όνειρο μέσα στο όνειρό σου....
7.5.08
Little man..
5.5.08
Προχώρα και μη σταματάς.
Φυσάει και ο κορμός του κουνιέται, τα ξερά φύλλα κόβονται.
Δε βαριέσαι, ότι αντέξει θα μείνει.
Χώμα μπαίνει στα μάτια μου και δε μπορώ να τα ανοίξω.
Δε με νοιάζει, βλέπω καλύτερα όταν είναι κλειστά.
Το γκρίζο του ουρανού κατάπιε τη μέρα σήμερα και δε θα την ξαναδεί κανείς.
Θα περιμένει μέχρι να βαφτεί νύχτα και θα κρατήσει αυτή τη μπογιά για πάντα.
Για όσο ζει το πάντα στον κόσμο αυτό που η αλήθεια δεν αντέχει ούτε καν να συρθεί στο δέρμα πια.
Κι αν βρέξει?
Κι αν καίει πάλι η βροχή?
Θα με δουν να βρέχομαι και δεν πρέπει. Υποσχέθηκα να μη με ξαναδούν.
Ο ιστός βάρυνε, ζαλίστηκα χθες και τον έπλεξα γύρω μου. Μου έκλεψα την ανάσα την ώρα που χαμογελούσα και ξέχασα να πάρω μια άλλη μαζί μου για να αλλάξω όταν αυτή λερωθεί.
Ξαπλωμένη στο δικό μου κολλώδες δημιούργημα με μια βρόμικη φορεσιά που γυαλίζει και καταστρέφει το πολύτιμο σκοτάδι μου.
Πως να ηρεμήσεις?
Πως να κουνηθείς όταν δε θυμάσαι που είναι το τέλος και που η αρχή?
Κι αν θυμάσαι αλλά δεν έχει σημασία?
Μια τελεία σκάλωσε σε μια σελίδα.
Διάλογος ανάμεσα σε ρήματα απρόσωπα.
Πρέπει-είναι.
Δεν πρέπει-δεν είναι.
Κομματιάζεται η τελεία σε μύρια αποσιοποιητικά. Μαύρες στιγμές για να αναπνεύσεις, να σηκωθείς.
Τελικά μόνο ένα φύλλο έμεινε. Ο κορμός του κι ένα φύλλο.
Στο γυρισμό μια λάμπα τρεμοσβήνει. Κάνει κρύο και θες αγκαλιά.
Κουράστηκες να συγκρατείς τους μυς σου..
Θα βγει από μέσα αυτή η κρυμμένη κραυγή..
Θα βγει και τότε θα χαθείς. Θα σβήσει τα πάντα, για πάντα..
Προχώρα και μη σταματάς.
Δε βαριέσαι, ότι αντέξει θα μείνει.
2.5.08
Η κυρα Λένη..
Έμενε σε μια παλιά μονοκατοικία σε ένα αδιέξοδο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί, την ήξεραν όλοι και αυτή με τη σειρά της ήταν κομμάτι της γειτονιάς.
Το σπίτι ήταν πια πολύ παλιό, παραμελημένο από τότε που έχασε τον άντρα της και έφυγαν και οι γιοί της για να ξεκινήσουν τη δική τους ζωή.
Έβγαζε μια καρεκλίτσα το απόγευμα στο πλατύσκαλο της αυλής και καθόταν αμίλητη κοιτάζοντας το βουνό απέναντι.
Της άρεσε πολύ να κοιτάζει εκεί μακριά και να ονειρεύεται..ποιός ξέρει τι.
Στα πόδια της ξάπλωναν τα δυο σκυλιά της και περίμεναν να πέσει το σκοτάδι για να τους βάλει φαϊ και να τα χαϊδέψει πριν κοιμηθούν όλοι μαζί.
Τα δωμάτια ήταν πολλά αλλά η κυρα Λένη έμενε μονάχα σε ένα, τα άλλα τα είχε κλειστά. Οι σόμπες που ζέσταιναν τις κρεβατοκάμαρες είχαν χαλάσει από καιρό και δεν είχε χρήματα για να τις φτιάξει. Κοιμόταν λοιπόν στον καναπέ του σαλονιού τυλιγμένη στις κουβέρτες της.
Τα παιδιά έρχονταν και την έβλεπαν που και που αλλά ποτέ δεν κάθονταν πολύ. Δεν είχε που να τα κοιμίσει και ντρεπόταν. Καμιά φορά έκλαιγε μόνη της καθισμένη κάτω απ΄τη λεμονιά της αυλής…Ήθελε να έχει τη δύναμη να τα αλλάξει όλα, το σπίτι, τον εαυτό της, τη ζωή. Ήταν αργά πιά και το ήξερε αλλά εκείνο το μοναχικό βουνό απέναντι άκουγε πάντα τις ιστορίες της, δεχόταν όλα τα παράπονά της και εκείνη δε σταματούσε να του μιλάει μες στο μυαλό της ..
Ποτέ..
Τα αγόρια της, της είπαν να την πάρουν μαζί τους, να κοιμηθεί επιτέλους σε κανονικό κρεβάτι, να μη φοβάται το χειμώνα. Όμως η κυρα Λένη σε κλουβί δεν άντεχε, «στην αυλή μου γεννήθηκα και εδώ θα πεθάνω» έλεγε…
Πάλευε αλλά δεν έσκυβε το κεφάλι, δε συμβιβαζόταν. Ήταν αρχόντισσα εκεί μέσα.
Μια μέρα ήρθε ένα χαρτί. Οι γιοι της τη βρήκαν να το κρατάει και να κλαίει. Το σπίτι το έπαιρνε η τράπεζα. Υπήρχε ένα παλιό χρέος που είχε ξεχαστεί στο πίσω μέρος του μυαλού της και δεν μπόρεσε ποτέ της να το ξεπληρώσει. Δούλευε μέρα νύχτα καθαρίστρια αλλά τα λεφτά έφταναν μόνο για τα παιδιά…για τίποτε άλλο.
Την έβαλαν χαμένη σε ένα φορτηγό με τα λιγοστά της πράγματα και την πήγαν αλλού να μείνει.
Της νοίκιασαν σπίτι με αυλή, της φύτεψαν και λουλούδια που έμοιαζαν με τα δικά της. Έφτιαξαν και κρεβατοκάμαρα κανονική με τα όλα της…
Νέα σελίδα, στο τέλος του βιβλίου της.
Αν περάσεις θα τη δείς να κάθεται έξω στην καρεκλίτσα της με το κεφάλι σκυμμένο.
Χάθηκε η παρέα της, χάθηκε το βουνό που άκουγε τα πάντα.
Το σπίτι της το έριξαν..πήγα από εκεί και είδα μόνο χώματα. Εκεί που ήταν το πλατύσκαλο και οι λεμονιές, είδα μόνο χώματα…
Θα μου λείψει η γειτονιά και η παρέα μιας βουβής γυναίκας με δυο σκυλιά στα πόδια της. Θα μου λείψει εκείνο το παλιό σπίτι.
Δε θα ξαναγυρίσω εκεί τώρα που λείπει η κυρα Λένη.
ΩΠΑ ΛΕΜΕΕΕΕΕ...
Γεια σας παίδες!
Φύγαμε, ήπιαμε, φάγαμε, ξενυχτίσαμε, αράξαμε, ηρεμήσαμε και ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΑΜΕ!
Έτσι γίνεται με τα όμορφα πράγματα…τελειώνουν πολύ γρήγορα!
Πρώτη μέρα σήμερα και βαριέμαι του κερατά ...
ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ!
Επειδή όμως δεν είμαι σε μελιστάλαχτο mood αλλά μάλλον με γαργαλάει το μπινελίκι στο λαιμό και σκίζεται να βγεί…θα σας πάρω απ΄το χεράκι να σας ταξιδέψω στη χώρα του παραμυθιού. Στη χώρα του «όλα γίνονται», τη χώρα του ΠΟΤΕ!
Με συνοπτικές διαδικασίες ,για να γίνω κατανοητή προχωράω στο παρασύνθημα..
Για να μπεις στη χώρα του Ποτέ χρειάζεσαι κάτι μαγικά χαρτάκια που τα παίρνεις από κάτι ευγενέστατα ατομάκια σε πολύχρωμα κουτάκια..τα ΔΙΟΔΙΑ!
Εδώ αφήνω το λαιμό ελεύθερο να φτύσει ότι μπινελίκι του έρθει.
17,50 Ευράκια από 10 που χρειάζονταν παλιά..Λάρισα-Αθήνα και πίσω..
Πληρώνεις λοιπόν και μπαίνεις στον υπεργαμάτο αυτοκινητόδρομο όπου δεν παίζει να βαρεθείς ποτε! ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ!!!
Ξεσκίζεσαι στη λακούβα φίλε μου, τύφλα να έχει το Αλλού Φαν Παρκ σου λέω.
Συστήνω τη διαδρομή ανεπιφύλακτα σε:
-Όσους έχουν λόξιγκα και δε σταματάει. Προσέξτε με! ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ..Στη δεύτερη, στην τρίτη, στη πεντηκοστή γαμολακούβα θα σταματήσει!!!
- Όσους υποφέρουν από υπερβολική γκρίνια πεθεράς, συζύγου, γκόμενου, τέκνου…οτιδήποτε ρε αδερφέ! Δώστε του μια τσίχλα και αφήστε να μασάει. Μετά γκαζώστε και στο τρίτο αναπήδημα στην οροφή θα φρακάρει η τσίχλα στο λαιμό και τέρμα τα λάχανα!
- Όσους υποφέρουν από νύστα και δεν τους πιάνει ο καφές. Θα τα πάρετε τόσο με το όλο έργο που όταν παρκάρετε σπιτάκι σας,τα νεύρα θα είναι τόσο τσίτα που θα ξανακοιμηθείτε το επόμενο τέρμινο με ολόκληρο φεγγάρι. Εγγυημένα!
-Τέλος σε όσους ποτέ δεν είχαν λόξιγκα και τους πιάνει το παράπονο που κανείς δεν τους τρόμαξε ποτέ... Κλείστε τα μάτια και βγείτε με 100 μετά τα διόδια του Μαλιακού.Θα σας υποδεχθεί φιλικά η μεγαλύτερη λακούβα ever και θα ψάχνετε το τιμόνι ανάμεσα στα γόνατα..Προσοχή να μη το δοκιμάσετε με cabrio!!! Θα βρεθείτε να πίνετε καφέ στην αυλή του μπαρμπά Γιάννη που αναθεματίζει την ώρα και τη στιγμή που μετακόμισε κοντά στο Διόδιο!!!
Βέβαια στις οδηγίες χρήσεις του θέματος υπάρχουν σοβαρές παρενέργειες για τσιγκούνηδες, τύπους που λατρεύουν τη χαλαρουίτα και επίσης όσους κωλοφτιάχνουν τα ψωράμαξα για να δειχτούν. Τα συνεργεία είναι περισσότερα κι από τα βενζινάδικα στη διαδρομή. Κάτι ξέρει ο επαγγελματίας παιδί μου και δεν ανοίγει ταβέρνα στην εθνική αλλά ανοίγει τον κήπο του αμορτισέρ!
Πάντως έμεινα με την απορία.
Καλά μας τα παίρνουνε, καλά μας αφήνουνε να κοπανιόμαστε σα τα ζώα…αυτές τις γαμολακούβες γιατί τις αγνοούν όλοι?
Δεν είναι αρχαίο κειμήλιο η τάφρος ρε μεγάλε να την προσέξουμε μη χάσει την αίγλη της στο πέρασμα του χρόνου! ΕΛΕΟΣ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ !
ΓΑΜΩ ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ.. ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕ ΘΑ ΦΤΙΑΞΕΙ!
ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ!
ΥΓ.Μη ξεχάσω..φιλιά γλυκά μου παιδάκιααααααααααααα! Καλώς ήρθαμε πάλι..