10.1.09

Μια φορά...


Εκείνη.


Σε μια κουνιστή καρέκλα καθόταν..
Τραβούσε νήμα απ΄τα κουβάρια της και έπλεκε.
Αναμνήσεις τραβούσε και έπλεκε όνειρα.
Ασπρόμαυρα όνειρα…και κόμπους ανάμεσά τους γκρίζους και μονότονους.
Τα δάχτυλά της ήταν γέρικα πια, ήξεραν όμως να δουλεύουν προσεκτικά.
Ίδια δουλειά χρόνια…αιώνες ίσως.
Απόψε πήρε νήμα χρωματιστό.
Πήρε και ένα τσιγάρο η γριά και το κάπνισε ως τη τελευταία τζούρα.
Δικό της το τσιγάρο, δικός της ο καπνός και όνειρα που θα΄πλεκε για κείνη απόψε.
Έριξε τα μαλλιά στους ώμους της.
Ελεύθερο βαμβάκι.
Χωρίς σκέψεις.
Γυμνή κάθισε στην καρέκλα της.
Να την αγγίζουν τα χρώματα απ΄το νήμα.
Να ζήσει κάθε τους ανάσα.
Απ΄τη γέννηση ως την αλλαγή.
Έσυρε τις κλωστές στα γόνατα και τα δάχτυλά της άρχισαν να τρέμουν.
Πρώτη φορά.
Όλα απόψε για πρώτη φορά.
Ξανά για κάποιο λόγο..
Τραβούσε νήμα και έπλεκε λοιπόν..
Σε μια μικρή στιγμή της στάθηκα και είδα.
Πείνασα ο χαζός και θέλησα να φάω απ΄τα όνειρά της.
Δε γύρισε ποτέ να με κοιτάξει.
Πολύχρωμα, σαν τις φούσκες απ΄το σαπούνι.
Ως το ταβάνι.
Γλύφαν το σώμα της και κρέμονταν στα βλέφαρά της και εκείνη στην κουνιστή καρέκλα της χαμογελούσε ευτυχισμένη.
Δεν υπήρχε άλλος κανείς εκεί.
Μόνο το δέρμα και οι ανάσες της.
Για λίγο.
Χόρτασα.
Με μια στιγμή της που είδα χόρτασα…
Θα περιμένω ένα άλλο βράδυ για να ξαναδώ.
Έφυγα αθόρυβα με λίγη στάχτη στα δάχτυλα απ΄το τσιγάρο της.
Με μια κλεμμένη της στιγμή που γράφει με το δικό μου χρώμα ..
«Σ’αγαπώ»
Μ’έμαθε να το γράφω μια γριά με δέρμα φτιαγμένο απ΄τα όνειρά της.
Απόψε για πρώτη φορά.

Χρώμα στα τα δάχτυλά μου ξανά.