Γεννήθηκε πάνω στο μαύρο.
Γυαλιστερή επιφάνεια με ραβδώσεις που άλλαζαν συνέχεια.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε έτρεχε στο τέλος του κόσμου της, έβρισκε με τα δάχτυλά της τη σωστή θέση και τον ξανάρχιζε απ΄την αρχή.
Κάθε φορά έτρεχε ως το τέλος και ξετύλιγε ...τον εαυτό της.
Τα μάτια δε της χρειάστηκαν ποτέ, έβλεπε με τα δάχτυλα και ανάσαινε με ήχους.
Γεννήθηκε σε ένα παλιό πικάπ και κάθε μέρα τραβούσε τη βελόνα και έπαιζε τη ζωή της ξανά απ΄την αρχή.
Γυαλιστερή επιφάνεια με ραβδώσεις που άλλαζαν συνέχεια.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε έτρεχε στο τέλος του κόσμου της, έβρισκε με τα δάχτυλά της τη σωστή θέση και τον ξανάρχιζε απ΄την αρχή.
Κάθε φορά έτρεχε ως το τέλος και ξετύλιγε ...τον εαυτό της.
Τα μάτια δε της χρειάστηκαν ποτέ, έβλεπε με τα δάχτυλα και ανάσαινε με ήχους.
Γεννήθηκε σε ένα παλιό πικάπ και κάθε μέρα τραβούσε τη βελόνα και έπαιζε τη ζωή της ξανά απ΄την αρχή.
Έπαιζε με τη ζωή στα δάχτυλά της.
Κι όμως είμαι σίγουρη πως αν άνοιγε τα μάτια της θα δάγκωνε τα δάχτυλά της.
Θα γέμιζε κόκκινο ο κόσμος της ως το τέλος του και η βελόνα δε θα έβρισκε ποτέ αρχή για να συρθεί.
Θα σταματούσε.
Και τότε θα ήταν η ζωή αληθινή, όταν η μουσική φτιαχνόταν από πόδια γυμνά ..
Πάνω σε ένα αλλιώτικο μαύρο.