30.9.08

Είναι μια από εκείνες τις μέρες...


"-Γάτα μου αγαπημένη, γιατί είσαι μουτρωμένη?
-Δε μ'αρέσει η ουρά μου, ούτε το νιαούρισμά μου. Μοιάζω με χοντροπατάτα..Αχ!Γιατί να είμαι γάτα?
............
-Άμπρα Κατάμπρα και λάδι και ξύδι, πλοίαρχος γίνε και φύγε ταξίδι..
-Φοβάμαι τον ωκεανό κάνε με κάτι στεριανό!
...........
-Άμπρα Κατάμπρα και σκόρδα πλεξούδα, γίνε ή μέλισσα ή πεταλούδα!
-Το πρόβλημά μου δεν το έλυσα, καθόλου δε μ'αρέσει να είμαι μέλισσα. Πετάω στον αέρα και ζαλίζομαι, μυρίζω τα λουλούδια και φταρνίζομαι.
-Άμπρα Κατάμπρα τότε και δυο αυγά μελάτα...Γίνε ξανά η όμορφή μου γάτα!
-Ζήτω ξανάγινα γάτα..
-Γάτα μου αγαπημένη είσαι ευχαριστημένη?
-Πάρα πολύ!Το αλατι δωσ΄μου και άσε με να είμαι ο εαυτός μου!"
.....

ΠΟΥ ΠΑΤΕ ΡΕ????ΜΗ ΦΕΥΓΕΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ
Καλά μπήκατε παίδες!Εγώ είμαι ρε αλήθεια!!!!
Μισό και θα εξηγήσω..
Η διπλανή μου στην πολυκατοικία-που ο θεός δεν τη λυπήθηκε να της φέρει στο διπλανό διαμέρισμα τον Εντουαρντ Νόρτον ή έστω ένα δίμετρο παίδαρο και της έφερε την αναποδιά με πόδια-δουλεύει σε παιδικό σταθμό.
Επειδή λοιπόν με ακούει να γκρινιάζω ασταμάτητα για τα πάντα και ΠΑΝΤΑ...μου έφερε το παραπάνω παραμύθι να διαβάσω.
Ο άνθρωπος έχει το ανικανοποίητο εκ φύσεως και στη δική μου φύση συγκεκριμένα..αυτό το ανικανοποίητο είναι γραμμένο με τεράστια γράμματα σε μια ταμπέλα από νέον που αναβοσβήνει 24 ώρες το 24ωρο!!!
Μχμμμμ...
Με πιάσατε λοιπόν - όπως λέει και ο τίτλος- σε "μια από εκείνες τις μέρες.."
Ποιές??? Οοοοοοχι της περιόδου ρε..αυτές είναι συγκεκριμένες και τακτικές...εγώ μιλάω για τις άλλες τις πιο σπάνιες.....τις μέρες που ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ!!!!
Μου φτάνω σήμερα και με γουστάρω κιόλας...
Αν ήρθατε με εκείνο το βαριεστημένο βλέμμα που λέει από μακριά "ας την ακούσω την κλάψα και σήμερα...ΧΑΣΑΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ ΧΑ!
Σήμερα δεν έχει..
Μάλιστα αν κρατήσει πάνω από τρείς μέρες το έργο θα κάνω και επέτειο.
Γιατί αν είναι να περιμένω χρόνο για να κάνω την επέτειο χέστε με...είπαμε είμαι καλά δεν είπαμε οτι το΄χασα τελείως!
Αnyway...
Καμιά φορά είναι ωραίο να είσαι γάτα (όχι ακριβώς δηλαδή γιατί εγώ θα προτιμούσα το παραμύθι να είχε σκύλο αλλά τι να κάνεις, αυτό έχουμε.. αυτό σας γράφουμε!!!)
Τι έλεγα και με διακόψατε πάλι?
Α!Ναι...οτι είναι καλό που και που να ηρεμείς έστω και για λίγο, να μη σκέφτεσαι και να περπατάς με το κεφάλι ψηλά...
Να εκτιμάς μικρά γαμημένα πράγματα που δεν είχες και δε ξέρεις πότε -και αν- θα τα έχεις ξανά!
Ένα χαμόγελο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, μια φωνή που παραμιλούσε χαμένη μάλλον σε κάποιο όνειρο και μια ζεστή νύχτα..
Τι άλλο?
Τίποτα..
Εγώ εδώ και τίποτα άλλο για σήμερα..
Το χαμόγελό μου, όλο δικό μου και όλο αληθινό...μετά από καιρό.
Και ξέρετε ρε παίδες πόσο αξίζει αυτό για μένα?
Είναι "σπάνιο να χαμογελάνε μάτια που έχουν μάθει να πονάνε"..
Έτσι είναι.
Έτσι..
Και θα το κρατήσω όσο μπορώ..

ΜΑΛΑΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ...ΑΡΧΙΣΑ ΤΗΝ ΚΛΑΨΑ ΠΑΛΙ???
ΤΙ ΣΚΑΤΑ???
ΔΕΥΤΕΡΑ ΦΥΣΙΣ...ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ?
!!!!!!!!!!!!!
;PpPPpPPpPP

ΥΓ.Ελπίζω να αργήσω να σας γυρίσω τα άντερα πάλι..αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα...
Μία με έχετε...
Φιλιάαααααααααααααααα

25.9.08

Εδώ..


«Πάλι εδώ αυτή?
Και πάλι με αυτή τη βρομερή τσάντα…»


Η αλήθεια είναι ότι βρομούσε η τσάντα της, παλιό σάπιο αίμα..σαν μια πληγή που κακοφόρμισε μα δεν έκλεισε ποτέ. Το μύριζε και η ίδια όσο την κρατούσε μα περίμενε πως κάποτε θα στράγγιζε ότι έχει μέσα , κάποτε θα έβρισκε το κουράγιο να την ανοίξει για να πετάξει ό,τι παλιό. Να είναι έτοιμη για να χωρέσει ό,τι νέο…
Απλά δεν είχε γίνει αυτό ακόμα…ναι όχι ακόμα.

Άργησε το λεωφορείο…

Κάθε φορά που την έγδερνε η ζωή της έδινε και ένα εισιτήριο, είχε τόσα πολλά...
Αρκετά για να μη θυμάται αριθμό, να μη θέλει να θυμάται.
Έμπαινε σε λεωφορεία.
Κάθε φορά σε άλλο.
Πότε για πολύ, πότε για πολύ λίγο.
Θυμάται κάποια τόσο γεμάτα που δεν μπορούσε να ανασάνει, που παρακαλούσε να μην είχε ανέβει ποτέ.
Άλλα άδεια, σχεδόν έρημα. Τόσο κενά που την έκαναν να βαριέται και να θέλει να κλείσει τα μάτια απλά για να πάψει o χρόνος να υπάρχει.
Θυμάται και άλλα που είχαν μόνο μια θέση και όταν ανέβαινε και πήγαινε να καθίσει ο ελεγκτής της έλεγε πως η θέση είναι κρατημένη, για κάποιον άλλο που θα ανέβει από αλλού. Σε αυτά κατέβαινε αμέσως…χωρίς να δει ποτέ ποιος τελικά θα έπαιρνε τη θέση…
Πολλά ταξίδια, πολλές εικόνες απ΄το παράθυρο.
Κάποια είχαν μόνο νύχτα και άλλα μόνο τούνελ και σπηλιές, σκιές ενός ήλιου που ποτέ δεν είδε.

Το τελευταίο ....
Το πιο μεγάλο της ταξίδι.
Όμορφο ήταν ...
Μόνο που προς το τέλος της διαδρομής κάποιος πήγε να της κλέψει την τσάντα.
Πήρε ένα μαχαίρι και την έσκισε ακριβώς στο κέντρο...ακόμα φαίνεται η κλωστή με την οποία έραψε την τρύπα. Αν κοιτάξεις καλά φαίνεται..

Δε θέλει να σκέφτεται το τελευταίο..

.............
Κάθε φορά που κατέβαινε και περίμενε σε ένα σταθμό θύμιζε στον εαυτό της πως κάπου υπάρχει το σωστό λεωφορείο, αυτό που θα την πάει στο πιο όμορφο μέρος.
Δεν είχε το θάρρος να φανταστεί αυτό το μέρος…
Βλέπεις έπρεπε πρώτα να βρεί κάποιον να αδειάσουν τη βρόμικη βαλίτσα, ύστερα θα μπορούσε να κοιτάξει απ΄το παράθυρο με το μυαλό και την καρδιά εκεί.
Στο ταξίδι..
Άργησε το λεωφορείο και κάνει κρύο..
Βάρυνε και η γαμημένη η βαλίτσα.
Να μπορούσε να την πετάξει κάπου…
Μπορεί αυτή να ήταν ο λόγος που ποτέ κανένας δεν τη κράτησε μέσα μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Μα δε μπορούσε να την πετάξει…είχε μέσα τα πάντα.
Δεν ήταν όλα σάπια μέσα…αλλά…
Ο αέρας της πάγωνε το πρόσωπο.
Θα περιμένει λίγο ακόμα, λίγο ακόμα…
Θα μπεί μέσα, θα καθίσει στο παράθυρο και θα σκίσει όλα τα γαμημένα εισιτήρια.
Θα κλείσει τα μάτια και θα ονειρευτεί…
Αυτό θα είναι το τελευταίο λεωφορείο, το τελευταίο ταξίδι κι όταν κατέβει η βαλίτσα θα είναι ελαφριά όπως όταν την πρωτοκράτησε.

22.9.08

Είδωλό μου…


Ένα βήμα μπροστά..
Κάτσε να σε δώ.
Μα βέβαια...
Μου μοιάζεις..είσαι εγώ!
Να'μαι..
Εγώ που τρέχω συνέχεια για ένα λόγο που δεν είναι τόσο σημαντικός,που παράπεσε σε κάποια σκέψη, που μπορεί να μην υπάρχει καν.
Γιατί έτσι έμαθα...να τρέχω!
Για να μη με προλάβω και νιώσω τι έχω γίνει πια.
Εγώ που μιλάω ασταμάτητα και φτάνω σε σημείο να μη καταλαβαίνω τα ίδια μου τα λόγια. Να μη βρίσκω αστείο τίποτα από όσα κάνουν τους άλλους να ξεχνάνε τη μιζέρια τους και να χάνονται στο σύννεφο της ηρεμίας που ψεκάζουν γύρω τους οι ατελείωτες ιστορίες που βγαίνουν απ΄το στόμα μου.
Απ΄το στόμα του πιο μίζερου ρε!
Εγώ που όταν έπρεπε να γνωρίσω τη χαρά μου, μικρό παιδί ήμουν, περίμενα εκείνους που θα με έπαιρναν απ΄το χέρι και θα μου έδειχναν το δρόμο να τη βρω..μα με ξέχασαν, με άφησαν να περιπλανιέμαι μες στο μυαλό μου.
Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βρείς τον εαυτό σου μέσα σου όταν είσαι απλά ένα μικρό παιδί?
Ξέρεις ..έτσι είδωλό μου?
Ξέρεις πως εκείνο το χαμόγελο είναι μια ουλή από άκρη σ'άκρη, μια πληγή που χρωμάτισα.
Ναι, το βλέπω ότι ξέρεις.
Και τώρα πια όση χαρά κι αν έρθει δε μου κάνει..γιατί δεν τη βρήκα όταν έπρεπε, δεν είχα την ευκαιρία να μεγαλώσω με αυτή μέσα μου.
Τώρα δεν τη πιστεύω πια.
Ίσως με χάσω πάλι και μετά τι...Ποιος θα με πάρει απ΄το χέρι?
Δεν έμεινε κανένας να το κάνει πια.
Δεν υπήρχε κανένας όταν έπρεπε..
Εγώ που δεν πιστεύω σε πεταλούδες γιατί δεν τις είδα ποτέ…
Αράχνες είδα...πολλές, τοίχους ολόκληρους κάλυψαν με τους ιστούς τους και με κράτησαν ζωντανή σε ένα ασπρόμαυρο δωμάτιο.
Την ώρα που έξω πέρναγαν λουλούδια χρωματιστά, αρώματα…ίσως και πεταλούδες.
Δεν τις είδα ποτέ όμως ρε..ούτε μία ..
Και εγώ είχα χώρο, για πολλές..είχα ανοιχτό κάθε παράθυρο…ειλικρινά.
Μα μόνο οι αράχνες μου με κράτησαν στα λογικά μου, εργατικές, σκληρές και υπομονετικές..ένωναν τα κομμάτια του μυαλού μου ξανά και ξανά.
Έτρεχαν και σάλιωναν και κόλλαγαν κάθε τι που έσπαγε μέσα μου.
Η ασφάλειά μου για όλες τις νύχτες και τις μέρες..
Η παρέα μου.
Εγώ που ψάχνω, αναλύω, εξηγώ, λύνω και ξαναλύνω ακόμα και εκείνα που είναι μόνα τους μια λύση...
Γιατί έτσι χρειάστηκε και συνεχίζω..
Που δε σταματάω να με ακούω ούτε τις νύχτες, που σιχάθηκα τη φωνή μου και έχω δοκιμάσει χίλιους τρόπους, χίλιες άλλες φωνές για να τη κρύψω..
Που βάζω στόχους πιο ψηλούς από εμένα και τεντώνομαι όσο με παίρνει να τους φτάσω.
Που ξέρω ότι όσοι και με όποιο τρόπο κι αν με γαμήσουν στη διαδρομή..τους στόχους θα τους φτάσω και όταν το κάνω θα βάλω άλλους πιο ψηλούς..για να έχω λόγο να υπάρχω. Για να μη σταματήσω και κοιτάξω πίσω, να μη προλάβω να δω τον εαυτό μου γυμνό, την αλήθεια μου να μη κοιτάξω στα μάτια.
Εγώ που τρέφομαι απ΄τη μαυρίλα μου και ύστερα τη ξαναγεννάω φτύνοντάς τη πάνω σε εμένα ξανά, όταν δε με βλέπει κανείς.
Μόνο έτσι συνεχίζω.
Αναμασώντας τον εαυτό μου,τους στόχους, τις σκέψεις, τα λόγια ...τις αράχνες μου.
Μόνη μου.
Κι όσο ανοιχτά κι αν κρατάω τα χέρια μου..κανείς δε θα χωρέσει.
Γιατί είναι αργά να γνωρίσω ξανά τον εαυτό μου, να τον γδύσω στα μάτια κάποιου άλλου, ενώ δεν τον άντεξα ποτέ εγώ.
Είναι αργά να πιστέψω σε πεταλούδες και χρώματα.
Θα συνεχίσω να τρέχω, να φιλάω, να δίνομαι, να αγκαλιάζω..
Θα σκοντάφτω και θα με σηκώνω ξανά.
Θα είμαι πάντα όρθια στο κέντρο όλων, λέγοντας ιστορίες που τρέχουν από μέσα μου και θα γελάω με όλη μου τη δύναμη για να πιστέψω πως είμαι εκεί.
Πως με έχω..
Και εσύ τα ξέρεις όλα αυτά..
Πόσο μοιάζουμε ..


Ένα βήμα πίσω..
Μα βέβαια..δε μοιάζουμε, δεν είσαι εγώ..
Ένα είδωλο είσαι σε ένα τζάμι.
Γυαλί είσαι και θέλω να σε πάρω αγκαλιά μα θα γίνεις κομμάτια..
Θα φύγω για να μη κοπώ.
Γιατί με βλέπω μέσα σου και φοβάμαι..
Γιατί έτσι είμαι εγώ.
Έμαθα να με φοβάμαι...

16.9.08

Falling..


Όλο το καλοκαίρι πέρασε σέρνοντας έναν εαυτό γκρινιάρη, ένα εγωισμό πληγωμένο και ένα σώμα απρόθυμο να συνεχίσει για οτιδήποτε.
Κάπως…μη με ρωτήσεις πως γιατί πια δε θυμάμαι…έφτασε στην ταράτσα ενός πολύ ψηλού γυάλινου κτιρίου.
Στάθηκε στη μέση της τσιμεντένιας παλάμης και κοίταξε στα μάτια το σκοτάδι που απλωνόταν πάνω του.
Σκούρος ουρανός μιας από τις πρώτες φθινοπωρινές νύχτες, ίσως η πιο αγαπημένη του στιγμή…η ανάσα πριν το χειμώνα ξαπλωμένη σε ένα ουρανό γεμάτο ακόμα απ΄τα αστέρια του καλοκαιριού. Γεμάτο από ημέρες που κάηκαν και ανέβηκαν να κρεμαστούν πάνω στο σκοτάδι. Τις βλέπει τώρα μια μια να φωτίζουν αχνά εκεί πάνω.
Αρκετά κοντά ώστε να τις θυμάται για πάντα, αρκετά μακριά ώστε να μη τον πονέσουν ξανά.
Προχωράει αφήνοντας εκείνο τον απόμακρο εαυτό να σιγομουρμουρίζει πίσω του πως δε θέλει να κάνει πια κανένα βήμα..πως θέλει απλά να εξαφανιστεί.
Στο χείλος της ταράτσας ισορροπεί το σώμα του και κοιτάζει το κενό.
Τα μάτια του προσπαθούν να ξεθάψουν κάθε λεπτομέρεια του χάους που κρέμεται εκεί κάτω, αν και γνωρίζει καλά πως είναι πολύ λίγα αυτά που δυο μάτια μπορούν να δουν.
Το στομάχι του μεταδίδει ένα γλυκό πόνο σε ολόκληρο το σώμα και η καρδιά του χτυπάει δυνατά.
Είναι πολύ περισσότερα λοιπόν αυτά που μπορεί να «δει» μια καρδιά.
Λίγο πριν σβήσει αυτή η σκέψη ακούει πίσω του τον εαυτό του να διαφωνεί. Τον νιώθει που αρχίζει να δένει κόμπους σε ένα σχοινί. Ένα για κάθε φορά που έκαναν λάθος και οι δυο τους...
Πάντα έτσι κάνει, δένει και παραμιλάει κι όταν τελειώσει κάθεται χαμένος στο δικό του κόσμο και αποφασίζει να μη συνεχίσει, να μη προσθέσει άλλο κόμπο.
Μη το κάνεις…του φωνάζει.
Αν πέσεις θα πονέσεις, βαρέθηκα να με πονάς, βαρέθηκα να γίνομαι κόμπους ….απλά βαρέθηκα.
Ο άνεμος απόψε είναι πιο ψυχρός από ποτέ..μα μυρίζει διαφορετικά.
Έχει την ανάσα ενός καινούργιου μονοπατιού, από εκείνα που δε σου χαρίζονται..δεν ανοίγουν για να μπεις. Υπάρχουν απλά και πρέπει να σκάψεις το δρόμο σου για μέσα, πρέπει να σκύψεις για να χωρέσεις, να σωπάσεις για να ακουστείς, να κλείσεις τα μάτια σου για να καταφέρεις να δεις. Ένα τέτοιο μονοπάτι ήταν κι αυτός και κανείς δε μπόρεσε να κρυφτεί μέσα του αρκετά..όσο χρειάζεται για να υπάρξει.
Δε γυρίζει καν να κοιτάξει στα μάτια τον εαυτό του, τον ακούει μόνο πίσω του που τυλίγει το σχοινί. Τα πόδια του τρέμουν για μια στιγμή.

Είναι η στιγμή που το μυαλό του φωνάζει να κάνει πίσω, να ξαπλώσει στην τσιμεντένια άκρη ενός ασφαλούς τίποτα και να περάσει την ήρεμη αυτή νύχτα με το μοναχικό εγώ του.

Είναι η στιγμή που ότι άλλο ανασαίνει μέσα του φωνάζει να πέσει στο κενό.
Να υπάρξει για όσο μπορεί ζωντανός. Να γελάσει δυνατά καθώς οι εικόνες γύρω του μαζεύονται και φτάνοντας στο τέλος της διαδρομής να έχει χάσει κάθε κόμπο από εκείνο το γαμημένο σχοινί.

Ένα βήμα και ..λίγο πριν πέσει ο εαυτός του χαμογελάει..
Ένα βήμα για να ζήσει το σκούρο ουρανό μιας από τις πρώτες φθινοπωρινές νύχτες, τις αγαπημένες του..
Κι ας πονέσει…

9.9.08

Κομμάτια ζωής


Ζεστός καφές και στάλες βροχής στο καπάκι του.
Κόκκινη μύτη και ανακατεμένα μαύρα μαλλιά.
Σκάλες που γλιστράνε και χέρια που προσπαθούν να ζεσταθούν.
Μυρίζει απόγευμα και μόλις ξεκίνησε το πρωινό.
Νιώθει γέρος και ας είναι στην αρχή του.
Φαρδύ μαύρο παλτό και ένα ξεχασμένο κασκόλ.
Βήματα γρήγορα και μυαλό παγωμένο.
Εισιτήριο χτυπημένο, κάτι ξεχασμένα ψιλά σε μια τσέπη.
Άδεια θέση στο παράθυρο και δίπλα της κάποιος άλλος.
Άδεια θέση στο παράθυρο και δίπλα της κανείς.
Αυτός.
Μουσική και μπερδεμένες εικόνες.
Ψίθυροι σε φωνές και κραυγές σε ντροπαλά βλέμματα.
Σκόνη σε μια φωτογραφία και ξεραμένο μελάνι σε ένα κρυμμένο χαρτί.
Δείκτες που τρέχουν και στιγμές σταματημένες.
Κάποτε είχε λέξεις που προκαλούσαν πόνο.
Τώρα έχει δάκρυα μέσα του και δε μπορεί να τα κάνει λέξεις.
Πόρτες ανοιχτές και ασανσέρ γεμάτα.
Τριμμένο παντελόνι και λερωμένα παπούτσια.
Χειμώνας μέσα και έξω …ποιος ξέρει.
Δέρμα απαλό και ένας εαυτός γεμάτος αγκάθια.
Κόκκινο «πάντοτε» σε ένα μαύρο «ποτέ».
Κλειδιά και τσιγάρα.
Τηλεόραση και κενό.
Γλυκός χρόνος, στοιχειωμένος χρόνος.
Τσαλακωμένα σεντόνια και γυμνή ανάσα.
Ξαναζεσταμένο φαγητό και νηστικά θέλω.
Καθρέφτες χαμόγελου και χαρτομάντηλα γεμάτα πρόσωπα σβηστά.
Ανάσα, αλλού λίγη και αλλού περισσότερη από το "πολύ" που θα αντέξει.
Ζωή σε κομμάτια..
Κομμάτια ζωής.
Άδεια θέση στο παράθυρο και δίπλα ..κανείς.
Εγώ..
Εσύ?..

8.9.08

Xα!


Έλα να γελάσουμε..
Έλα γιατί αλλιώς θα αρρωστήσω. Δε μπαίνει αέρας μέσα και δε ξέρω ποιος πήγε και σφήνωσε το παράθυρό μου…Δεν ανοίγει με τίποτα φίλε.
Έλα να φτιάξουμε άλλο..

Χθες βράδυ καθόμουν για ποτό, περνάει ένα αγοράκι από μπροστά και λέει στην παρέα του.. «Εγώ πάντως σας φήτησα!»
Δεν ξέρω ειλικρινά πως πρέπει να γραφτεί αυτή η λέξη αλλά έκανα φιλότιμη προσπάθεια …αλήθεια!!!
Ρώτησα τη διπλανή μου και με κοίταξε με απορία…
«Τους έφτυσε λέει…»
Παρακαλώ?
Πότε?
Πού?
Χάθηκα μέσα στο χρόνο μαλάκα μου, ταξίδεψα αλλού και έχασα τη σύνδεση με το τώρα..

Δε μου είπες, πως πάει με το παράθυρο? Βλέπεις να ανοίγει κάτι?

Κάτσε να σου ζωγραφίσω την κατάσταση..
Έλα κοντά και δες..
Ένα τεράστιο ρινγκ, με μαύρα λαστιχένια μαξιλαράκια και κατακόκκινες γωνίες.
Κάθε μέρα χτυπάει ένα καμπανάκι και ντάααααααααν…έξω!
Λες και είμαι σε ένα παράξενο αγώνα μποξ και μου σκάνε ένα μπάτσο και έξω απ΄το ρινγκ…και σύρσιμο και μέσα πάλι ..και ντάααααααν και φτύσε τα δόντια σου και σύρσου για μέσα ξανά..
Ουφ!
Δεν είμαι εγώ για τέτοια, μεγάλωσα..
Ίσως είμαι πολύ μικρή για τόση μοναξιά..
Δεν ξέρω ποιο απ’τα δύο παίζει.
Την παλεύω όμως, με ξυπνάω το πρωί, με πάω στη δουλειά μου, με βγάζω έξω, με χαρίζω και με ξαναπαίρνω πίσω..
Κι ύστερα τις νύχτες με κοιμίζω…με παραμύθια αληθινά.
Όλα όσα ξέρω είναι παραμύθια..
Αυτό μου έμαθε το καμπανάκι μου…να γυρίζω τις σελίδες και να αποχαιρετάω τους ήρωες σε κάθε ιστορία που τελειώνει.
Άντε να χαιρετήσω και αυτούς που με φήτησαν εδώ να ησυχάσω..
Αμήν και πότε..

Πλάκα πλάκα αν κάτσω να σκεφτώ θα βρω πολύ κόσμο που θα ήθελα να φτύσω, ψάξε και εσύ όλο και κάποιον θα΄χεις…
Αλλά λες δε γαμιέται, δεν ξοδεύομαι σε τέτοια, δε θα μου μείνω αρκετή για να με δώσω αύριο αλλού, να κάνω τα απαραίτητα παζάρια μου για να περάσει ο καιρός.
Το χρειάζομαι το σάλιο μου, χρειάζομαι το στόμα μου, το σώμα μου..
Για ΄μένα…
Για ένα..
Δώσε και πάρε και φέρε και χέσε…
Έτσι είναι, έτσι πρέπει..

Πού'σαι ..άστο ρε φίλε το γαμημένο το παράθυρο, αν ήθελε να ανοίξει θα το είχε κάνει προ πολλού, αν μπορούσαμε να φτιάξουμε άλλο τώρα θα αναπνέαμε και εγώ πνίγομαι λέμε..
Με πνίγει κάτι που γυρίζει στο μυαλό μου..
Κράτα αυτό που ξέρεις για σένα..
Κράτα το να μη το φτάσει ποτέ κανείς.
Έτσι μου λέει..

Κι όταν θα μείνεις μόνος σου με αυτό, τότε θυμήσου να φητήσεις τον εαυτό σου..
Χα!

5.9.08

Ξαπλωμένη στο σκοτάδι άκουγε μόνο την ανάσα της..

Σεντόνια περασμένων στιγμών τη σκέπαζαν και δίπλα της το σώμα που διέσχισε τη νύχτα μαζί του. Το συρτάρι στο δεξί κομοδίνο ανοιχτό και το δέρμα της μύριζε ξένο ιδρώτα.
Ήθελε να φωνάξει, να αδειάσει το δωμάτιο με μια κραυγή…αλλά η νύχτα έξω ήταν ήρεμη και δε μπορούσε να το κάνει. Ζήλευε τη γαλήνη που ξεχείλιζε έξω απ΄το παράθυρο.
Σηκώθηκε αργά και άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει ξαπλώνοντας στη μέση του ξύλινου πατώματος στο σαλόνι.
Ο αέρας τη φυσούσε στο πρόσωπο γλιστρώντας από τις γρύλιες του παραθύρου ανακατεύοντας αρώματα θαμμένα σε γωνίες και συρτάρια.
Βόλτα στο μυαλό απόψε για να ξεφύγει…
Κάπου στο χθές της..
Κάποιος χτύπησε, περπατάει ανάμεσα σε σπασμένα γυαλιά και έπιπλα που μετακινήθηκαν βίαια από τη θέση τους.
Κάποιος έσβησε γιατί ήρθε η ώρα γι’αυτό.
Μια θέση άδειασε, τη βλέπει.
Μια θέση που δε θα ξαναγεμίσει ποτέ, θα στοιχειώσει το χώρο και θα χαθεί μες στη σκόνη ώσπου ένας ασήμαντος λόγος θα τη φέρει για μια στιγμή στο παρόν.
Να σκορπίσει το κενό.
Kαι ύστερα θα χαθεί ξανά..
Χαμογελάει και ένα δάκρυ κατεβαίνει νωχελικά στα χείλη της.
Τώρα βρίσκεται σε ένα άσπρο δωμάτιο και ακούει μια ανάσα που βγαίνει μετά βίας.
Σιδερένια κρεβάτια και έντονη μυρωδιά ενός θανάτου που περιμένει να χαθεί η δύναμη που κοιμάται κάτω απ΄το λερωμένο σεντόνι.
Αλλού ..χώμα και κόσμος πολύς, θολά πρόσωπα, θολά όλα.
Τα μάτια της βγαίνουν απ 'αυτή την εικόνα και την αναγκάζουν να γαντζωθεί σε μια φωτογραφία…
Γέμισαν τα συρτάρια φωτογραφίες, γέμισε η ψυχή της παγωμένα βλέμματα και σιωπή.
Όχι ησυχία, σιωπή…
Κομμάτια από σώμα και μυαλό ανακατεμένα και δεν υπάρχει θέλω να τα βάλει στη σωστή σειρά.
Κι ύστερα πίσω ξανά…σε μια θάλασσα βαθιά, βράδυ…
Μια θάλασσα ζεστή σαν το πιο «αληθινό» ψέμα, αυτό που μπαίνοντας σε κάνει να νιώθεις ασφαλής και όσο κολυμπάς μέσα του τόσο μεγαλώνουν οι φόβοι σου μα δε θες να βγείς. Όχι ακόμα…
Κι ας είσαι ήδη έξω..
Γυρίζει στο πλάι και ακουμπάει το αυτί της στο ξύλο.
Ξέρει να μεταφράζει αυτό που ακούει, την καρδιά της που χτυπάει.
Ξέρει τι λέει απόψε, μόνο που δε μπορεί να πεί.
Να το πεί…
Δεν υπάρχει λόγος..
Κλείνει τα μάτια και φαντάζεται πως δεν είναι στο τώρα…
Πως κοιμάται σε μια αγκαλιά.
Κολυμπάει σε ήρεμη θάλασσα και δε φοβάται.
Αναπνέει και δε συναντά πουθενά τη γνωστή μυρωδιά όσων πέρασαν.
Η καρδιά της χτυπάει πάνω στο ξύλο..
Δεν είναι εκεί..

Δεν είναι κανείς εκεί..

Ξαπλωμένη ακούει μόνο το σκοτάδι στην ανάσα της..