Ξαπλωμένη στην άμμο λαγοκοιμόταν.Το κύμα τη νανούριζε.Ο ήλιος έπαιζε με τις σκιές των δέντρων ζωγραφίζοντας στο πρόσωπό της χίλια παράξενα τατουάζ που κάθε λεπτό άλλαζαν.Θυμόταν πως για κάποιο λόγο είχε μια πίκρα στο λαιμό,έναν κόμπο που δεν είχε λυθεί ακόμα, αλλά για ποιο λόγο..αυτό όχι δεν το θυμόταν πια.
Το μυαλό της είχε ανοίξει το σακούλι με το μελάνι και τα είχε σβήσει όλα, όπως κάνει ένα καλαμάρι όταν το τρομάξεις.Μωβ μελάνι παντού και τίποτα πια δεν ξεχώριζε στους διαδρόμους του.
Στο επόμενο κύμα θα ζήσω, στο επόμενο ηλιοβασίλεμα θα ανοίξω, στο επόμενο φύσημα του ανέμου θα με σκορπίσω να μη με βρει άλλη νύχτα κλειδωμένη.Να μη μπορέσει ξανά καμιά άγνωστη μορφή να ξεκλειδώσει το κλουβί που κρύβεται η παράνοια και βρυχάται, να μη ξανακλείσει εκεί τη λογική μου.
Γιατί κάποια στιγμή θα τελειώσουν οι θάλασσες ,θα πάψει ο άνεμος και αν ...έρθει να ανοίξει πάλι το κλουβί του παραλογισμού..πως θα καταφέρω να ελευθερώσω τη λογική μου?