Μπερδεμένα πράγματα..
Έφτιαξα μακαρόνια χθες και τα κοιτάω και βλέπω σχοινιά κομμένα που δε πρόκειται να γίνουν ποτέ ξανά σχοινιά.
Σαν μέσα στο μυαλό μου.
Πως έγινα αυτό που είμαι σήμερα ρε ξέρεις?
Με πήρε τηλέφωνο η μαμά μου και μου είπε.
Αμέ...
Και με έκανε να στριφογυρίζω μέσα μου βρίζοντας και να κοπανιέμαι στη σκιά μου πάλι.
Δυο συμπεράσματα κοφτά και ένα καληνύχτα.
Γαμημένα τηλέφωνα το έχω ξαναπεί.
Πως γέμισε η σελίδα αριστερά μου και κάθομαι μόνη μου δεξιά, στη μπλε γραμμή μου πάνω βλέποντας όλα αυτά τα γραμματάκια να γελάνε μεταξύ τους, να φτιάχνουν αρχές και συνέχειες και κανένα τέλος?
Μπράβο σας ρε..
Τι άλλο να πω.
Χαίρομαι για κάθε ένα από εσάς και όμως κάπου μέσα μου λυπάμαι.
Εγωιστικά και πικρόχολα, λυπάμαι.
Κάποιο σχοινί δε κόπηκε ακόμα μάλλον.
Έτσι με φτιάξανε λέει. Μπορεί και να κοπεί λέει..
Υπάρχουν πιθανότητες.
Να μια ωραία λέξη να βάλω κάτω απ΄τη γραμμή που κάθομαι.
Να ακουμπάω πάνω της τα πόδια μου και να ξεκουράζομαι.
Να τη τυλίξω και με μικρά λαμπιόνια να ανάβουν το βράδυ που κοιμάμαι.
Να φωνάξω τη μαμά μου να τα δεί.
Να φαίνονται όλες οι γραμμές μετά τη δική μου σαν μια τεράστια διαδρομή με φωτεινές πιθανότητες.
Όχι σαν μακαρόνια που μόλις περπατήσω πάνω τους θα τα κάνω κομμένα μπερδεμένα σχοινιά.
Τι είμαι ρε?
Τι τρόπος είναι αυτός να κοιτάς τη σελίδα σου?
Φέρε μου τον καπνό μου να την καπνίσω τη σελίδα ρε.
Φέρε μου τη μουστάρδα απ'το ψυγείο να κάνω έναν ήλιο πάνω και να τα γαμήσω όλα.
Κι άσε να λένε πως δε κανπνίζεται η σελίδα, άσε να λένε πως μόνο οι μαρκαδόροι φτιάχνουν ήλιους.
Εγώ είμαι αλλιώς τι να σου πω...
Φταίει που γέμισε η σελίδα τους και στριμώχτηκα στη δική μου.
Φταίει που περιμένω άδικα αυτοί που τους ανήκω να καταλάβουν πως δε μ'άρεσαν ποτέ οι σελίδες με γραμμές.
Φταίει που σκέφτομαι πολύ ...πολλά..έξω από εμένα.
Και που βαρέθηκα πια τα γαμημένα μακαρόνια......
Art is long and time is fleeting and our hearts though stout and brave, Still, like muffled drums, are beating, Funeral marches to the grave.. "The flowers of evil"-C.Baudelaire
29.3.10
25.3.10
Κάτσε, περίμενε να στο εξηγήσω να δούμε αν θα το καταλάβεις...
Ήταν μια μέρα που δεν είχε αριθμό. Κάπου στο προχθές μου.
Νομίζω πως δεν υπάρχει καν στο ημερολόγιο και έτσι δε θα μπορέσει να τη σβήσει και κανείς.
Είχε χρώματα πιο έντονα απ΄τις άλλες και ήταν τόσο ζεστή όσο έπρεπε για να φοράς κοντομάνικο και να μη φοβάσαι να κρυώσεις.
Να φοράς μια αγκαλιά και να μη φοβάσαι γενικότερα.
Είχε δυο καφέδες σε σιδερένιο τραπεζάκι. Χίλιους ανθρώπους γύρω και κανέναν ανάμεσα.
Απολύτως κανένα..
Είχε χαμόγελα αμήχανα και βλέμματα πίσω από μαύρα γυαλιά.
Είχε λέξεις που δε χρειάστηκαν μαύρα γυαλιά για να κρυφτούν.
Το άρωμά της ήταν μανταρίνι και έκανε τα δάχτυλα να κολλάνε.
Το δέρμα να κολλάει.
Τα γέλια να ακούγονται μέσα στη νύχτα και να ξυπνάνε όποιον προσπάθησε να κοιμηθεί σε μια δική του νύχτα χωρίς άρωμα.
Όμορφη
Πολύ.
Τόσο όμορφη που οι φωνές που κατοικούν μες στα μυαλά εκείνων που κάποτε γδάρθηκαν με όλους τους τρόπους, σταμάτησαν να ακούγονται.
Λες και δεν υπήρξαν ποτέ.
Λες και φοβήθηκαν για μια φορά και έκαναν πίσω.
Μια φορά. Για αυτούς.
....
Κατάλαβες τίποτα?
....
Πως να στο πω αλλιώς ρε..
Η ημέρα αυτή αν είχε όνομα, νομίζω θα ήταν Ευτυχία.
Μπορεί να άργησε να με διαλέξει για να πιούμε έναν καφέ αλλά αφού ήρθε και την έζησα, κρατάω τη γεύση της πάνω στα χείλη μου και τη συγχωρώ...
Ήταν μια μέρα που δεν είχε αριθμό. Κάπου στο προχθές μου.
Νομίζω πως δεν υπάρχει καν στο ημερολόγιο και έτσι δε θα μπορέσει να τη σβήσει και κανείς.
Είχε χρώματα πιο έντονα απ΄τις άλλες και ήταν τόσο ζεστή όσο έπρεπε για να φοράς κοντομάνικο και να μη φοβάσαι να κρυώσεις.
Να φοράς μια αγκαλιά και να μη φοβάσαι γενικότερα.
Είχε δυο καφέδες σε σιδερένιο τραπεζάκι. Χίλιους ανθρώπους γύρω και κανέναν ανάμεσα.
Απολύτως κανένα..
Είχε χαμόγελα αμήχανα και βλέμματα πίσω από μαύρα γυαλιά.
Είχε λέξεις που δε χρειάστηκαν μαύρα γυαλιά για να κρυφτούν.
Το άρωμά της ήταν μανταρίνι και έκανε τα δάχτυλα να κολλάνε.
Το δέρμα να κολλάει.
Τα γέλια να ακούγονται μέσα στη νύχτα και να ξυπνάνε όποιον προσπάθησε να κοιμηθεί σε μια δική του νύχτα χωρίς άρωμα.
Όμορφη
Πολύ.
Τόσο όμορφη που οι φωνές που κατοικούν μες στα μυαλά εκείνων που κάποτε γδάρθηκαν με όλους τους τρόπους, σταμάτησαν να ακούγονται.
Λες και δεν υπήρξαν ποτέ.
Λες και φοβήθηκαν για μια φορά και έκαναν πίσω.
Μια φορά. Για αυτούς.
....
Κατάλαβες τίποτα?
....
Πως να στο πω αλλιώς ρε..
Η ημέρα αυτή αν είχε όνομα, νομίζω θα ήταν Ευτυχία.
Μπορεί να άργησε να με διαλέξει για να πιούμε έναν καφέ αλλά αφού ήρθε και την έζησα, κρατάω τη γεύση της πάνω στα χείλη μου και τη συγχωρώ...
16.3.10
Εκείνο το απόγευμα που ο ουρανός έγινε μωβ και φυσούσε.
Τότε...
Το καφέ στο Κουμ-Καπί ήταν άδειο. Μόνο αυτός ο λυπημένος σκύλος ήρθε κι έκατσε ακριβώς κάτω απ΄τα πόδια μου. Είχε κάτι πράσινα μάτια που νόμιζες οτι αν τα κοιτάξεις για ώρα θα στάξουν λίγο λίγο μπροστά σου όλα όσα θέλει να πει και δε ξέρει το τρόπο.
Τον ερωτεύτηκα απ΄την πρώτη ματιά νομίζω.
Απλά γιατί τον "γνώρισα".
Γιατί δε με φοβήθηκε...όσο "άλλη" κι αν του φαινόμουν.
Γιατί δεν τον φοβήθηκα όσο επίμονα κι αν με κοιτούσε.
Ήρθε ο καφές και του έδωσα το κουλουράκι μου.
Με κοίταξε ώρα...μύρισε τον αέρα γύρω απ΄το χέρι μου και ύστερα πήρε το κουλουράκι ήρεμα και αργά.
Άνοιξα το σημειωματάριό μου να γράψω.
Είχα μέσα μου πολλά όλο το καλοκαίρι και είχα αποφασίσει να μη τα μοιραστώ με κανέναν.
Για άλλη μια φορά θα τα ακουμπούσα σε λευκά χαρτιά και θα τα έδενα σφιχτά με ένα δερματάκι.
Ένιωσα την παρέα μου να μου σκουντάει απαλά τη γάμπα.
Του χάιδεψα τη μουσούδα και για λίγο έκλεισε τα μάτια.
Ακουγόταν μόνο η θάλασσα που χτυπούσε τα βράχια και ο αέρας που σφύριζε ανάμεσα στα ανοιχτά παράθυρα.
Θεέ μου, με ηρέμησε τόσο πολύ αυτή η στιγμή.
Το να μη λέω τίποτα. Να μη πρέπει να εξηγήσω.
Κοίταξα το σημειωματάριό μου και ξαφνικά όλα ήταν απίστευτα ηλίθια.
Όλα.
Ο θυμός, τα σχέδια, οι αποφάσεις μου.
Λέξεις ήταν που δεν ήθελα καν να δω να σχηματίζονται μπροστά μου.
Να τις ξεχάσω ήθελα κάτω από το μωβ ουρανό αυτής της πόλης από άμμο.
Πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ένα απόγευμα.
Πόσο μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον που απλά σε εμπιστεύτηκε...
Και τι ωραίο που είναι καμιά φορά τα λόγια να μένουν σφιχτά δεμένα σε χαρτιά και
να φτάνει για να διώξει όλους σου τους φόβους, ένα ήρεμο βλέμμα και ένα χάδι.
Τότε...
Το καφέ στο Κουμ-Καπί ήταν άδειο. Μόνο αυτός ο λυπημένος σκύλος ήρθε κι έκατσε ακριβώς κάτω απ΄τα πόδια μου. Είχε κάτι πράσινα μάτια που νόμιζες οτι αν τα κοιτάξεις για ώρα θα στάξουν λίγο λίγο μπροστά σου όλα όσα θέλει να πει και δε ξέρει το τρόπο.
Τον ερωτεύτηκα απ΄την πρώτη ματιά νομίζω.
Απλά γιατί τον "γνώρισα".
Γιατί δε με φοβήθηκε...όσο "άλλη" κι αν του φαινόμουν.
Γιατί δεν τον φοβήθηκα όσο επίμονα κι αν με κοιτούσε.
Ήρθε ο καφές και του έδωσα το κουλουράκι μου.
Με κοίταξε ώρα...μύρισε τον αέρα γύρω απ΄το χέρι μου και ύστερα πήρε το κουλουράκι ήρεμα και αργά.
Άνοιξα το σημειωματάριό μου να γράψω.
Είχα μέσα μου πολλά όλο το καλοκαίρι και είχα αποφασίσει να μη τα μοιραστώ με κανέναν.
Για άλλη μια φορά θα τα ακουμπούσα σε λευκά χαρτιά και θα τα έδενα σφιχτά με ένα δερματάκι.
Ένιωσα την παρέα μου να μου σκουντάει απαλά τη γάμπα.
Του χάιδεψα τη μουσούδα και για λίγο έκλεισε τα μάτια.
Ακουγόταν μόνο η θάλασσα που χτυπούσε τα βράχια και ο αέρας που σφύριζε ανάμεσα στα ανοιχτά παράθυρα.
Θεέ μου, με ηρέμησε τόσο πολύ αυτή η στιγμή.
Το να μη λέω τίποτα. Να μη πρέπει να εξηγήσω.
Κοίταξα το σημειωματάριό μου και ξαφνικά όλα ήταν απίστευτα ηλίθια.
Όλα.
Ο θυμός, τα σχέδια, οι αποφάσεις μου.
Λέξεις ήταν που δεν ήθελα καν να δω να σχηματίζονται μπροστά μου.
Να τις ξεχάσω ήθελα κάτω από το μωβ ουρανό αυτής της πόλης από άμμο.
Πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ένα απόγευμα.
Πόσο μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον που απλά σε εμπιστεύτηκε...
Και τι ωραίο που είναι καμιά φορά τα λόγια να μένουν σφιχτά δεμένα σε χαρτιά και
να φτάνει για να διώξει όλους σου τους φόβους, ένα ήρεμο βλέμμα και ένα χάδι.
13.3.10
Μάλιστα...
Ακούω...
Μια ζωή ακούω και υπακούω.
Έχω φτιάξει ωραιότατα αγκάθια στις άκρες της γλώσσας μου, στα πλάγια του μυαλού μου και στην σκιά του μέσα μου για όσους πλησιάσουν.
Για εκείνους που θα με πάρουν απ΄το χέρι να με πάνε εκεί που απαγορεύεται.
Και μέχρι τώρα ήμουν "τυχερή".
Κανένας δε μπόρεσε να τα περάσει.
Ούτε ένας.
Χωρίς να πληγωθεί.
Χωρίς να με κάνει να πληγωθώ και εγώ μαζί του.
Γιατί σκοπός δεν είναι να με σύρεις έξω γαμώτο μου.
Σκοπός είναι να με κάνεις να τα κάψω.
Μόνη μου.
Να τα μαζέψω όλα ένα ένα και να τους βάλω εγώ φωτιά.
Να κάψω ότι με κρατάει και να κοιμηθώ στις στάχτες πάνω.
Να έρθει το πρωί και να είμαι μαύρη για τελευταία μου φορά.
...
Είναι μέρες τώρα που περπατάω μες στο μυαλό μου.
Είναι νύχτες που ξεκολλάω από πάνω μου κομμάτια παλιά και τα καρφώνω στα αγκάθια γύρω. Να θυμάμαι πως σιγά σιγά με ξεπερνάω.
Με νικάω.
Μόνη μου.
Είναι στιγμές που σκέφτομαι πιο πολλά απ' όσα ξέρω να πω με λέξεις.
Για εκείνες τις στιγμές νομίζω πως υπάρχω.
Για τις μικρές φωτιές που νιώθω μέσα μου.
...
Κι ύστερα είναι και το Τώρα.
Τώρα...
Θέλω ότι έχεις.
Με σκέψεις, με λέξεις, με ψιθύρους, με βλέμματα...με ότι είμαι.
Θέλω να βγω από μέσα μου για όσο.
Να μη κοιτάξω πίσω μου ούτε μια φορά.
Να ανάψω μια φωτιά να καίει όλη νύχτα.
Μου φτάνει απόψε να μυρίσω τον καπνό.
....Κι ας είμαι μόνη μου.
5.3.10
Κάτσε τώρα γιατί έμαθα ένα νέο και φόρτωσα.
Ήπια μια γουλιά καφέ και έστριψα ένα τσιγάρο για να προλάβω να το επεξεργαστώ καλύτερα.
Είναι νέα μέθοδος αυτή που προσπαθώ να εφαρμόσω ως μέτρο διαχείρισης θυμού. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες άλλες απλώς πίνω περισσότερο καφέ και μπαφιάζω στο τσιγάρο.
Χμμμμ...
Τελικά ξέρεις τι καταλαβαίνω?
Με εμένα θύμωσα και όχι με τον κακομοίρη που μου τηλεφώνησε.
Περπατάω σαν μαλάκας εδώ και καιρό σε ένα γαμημένο δρόμο που δε βγάζει πουθενά. Και δε βγάζει πουθενά γιατί εγώ η ηλίθια κάθε τρεις και πέντε στρίβω σε καινούργιο παρακλάδι του και αλλάζω κατευθύνσεις. Γιατί δεν έχω αποφασίσει που θέλω να πάω, αν θέλω να πάω.
Και πες εσύ ρε..έχεις αποφασίσει που σκατά πας?
Αυτός ξέρει λέει. Εγώ κάποτε ήξερα και μετά κατάλαβα ότι απλά φοβόμουν και έλεγα ψέμματα ακόμα και σε εμένα και τώρα που μάλλον ξέρω δε παραδέχομαι την αλήθεια γιατί νομίζω πως δεν έχει άλλο δρόμο μπροστά. Τέλος τα παρακλάδια μάγκα μου και δεν είμαι έτοιμη να το αποδεχθώ.
Ξαφνικά μοιάζουν όλα δεμένα σε ένα τεράστιο φθαρμένο ιμάντα. Σε κάθε του κλωστή κρέμεται και ένας άνθρωπος που γνωρίζω και νομίζει πως αυτή είναι η ζωή του και ξέρει λέει πως αυτός τη διάλεξε. Κι εγώ που σκατά είμαι ρε?
Εγώ που κρέμομαι? Δίπλα σε τι? Μακριά από ποιον και για ποιο λόγο?
Θα είμαι πάντα εγώ και η κλωστή μου? Κι αν ναι..είναι γιατί εγώ το διάλεξα? Είναι γιατί ήξερα πάντα πως αυτό υπάρχει για μένα? Μήπως απλά το προκάλεσα από φόβο. Μήπως από υποκρισία στον ίδιο μου τον εαυτό? Άγνοια? Μαλακία?
Ναι ....ατελείωτη μαλακία...αυτό είναι.
Λάθη ατελείωτα, δικά μου και δικά σου και του διπλανού και του κόσμου όλου.
Δε με νοιάζει πια.
Ας περπατάει ο κάθε ένας όπου γουστάρει. Ας έρθει μπροστά μου ότι είναι να' ρθει κι ας μείνω να κρέμομαι σε μια κλωστή αν αυτό είναι που πρέπει..
Κι όποιος με ρωτήσει ξανά που πάω...θα του πω να ρίξει μια ματιά στα πόδια μου. Αν τα βλέπει ακόμα, αν είναι ακόμα στη θέση τους τότε...πάω..απλά...όσο μπορώ και όπου φτάσω.
Άντε γαμίδια......
Τίποτα...κι άλλο τσιγάρο γιατί δε βλέπω να γίνεται δουλειά. Μισό να στρίψω και επανέρχομαι...
Ήπια μια γουλιά καφέ και έστριψα ένα τσιγάρο για να προλάβω να το επεξεργαστώ καλύτερα.
Είναι νέα μέθοδος αυτή που προσπαθώ να εφαρμόσω ως μέτρο διαχείρισης θυμού. Κάποιες φορές τα καταφέρνω και κάποιες άλλες απλώς πίνω περισσότερο καφέ και μπαφιάζω στο τσιγάρο.
Χμμμμ...
Τελικά ξέρεις τι καταλαβαίνω?
Με εμένα θύμωσα και όχι με τον κακομοίρη που μου τηλεφώνησε.
Περπατάω σαν μαλάκας εδώ και καιρό σε ένα γαμημένο δρόμο που δε βγάζει πουθενά. Και δε βγάζει πουθενά γιατί εγώ η ηλίθια κάθε τρεις και πέντε στρίβω σε καινούργιο παρακλάδι του και αλλάζω κατευθύνσεις. Γιατί δεν έχω αποφασίσει που θέλω να πάω, αν θέλω να πάω.
Και πες εσύ ρε..έχεις αποφασίσει που σκατά πας?
Αυτός ξέρει λέει. Εγώ κάποτε ήξερα και μετά κατάλαβα ότι απλά φοβόμουν και έλεγα ψέμματα ακόμα και σε εμένα και τώρα που μάλλον ξέρω δε παραδέχομαι την αλήθεια γιατί νομίζω πως δεν έχει άλλο δρόμο μπροστά. Τέλος τα παρακλάδια μάγκα μου και δεν είμαι έτοιμη να το αποδεχθώ.
Ξαφνικά μοιάζουν όλα δεμένα σε ένα τεράστιο φθαρμένο ιμάντα. Σε κάθε του κλωστή κρέμεται και ένας άνθρωπος που γνωρίζω και νομίζει πως αυτή είναι η ζωή του και ξέρει λέει πως αυτός τη διάλεξε. Κι εγώ που σκατά είμαι ρε?
Εγώ που κρέμομαι? Δίπλα σε τι? Μακριά από ποιον και για ποιο λόγο?
Θα είμαι πάντα εγώ και η κλωστή μου? Κι αν ναι..είναι γιατί εγώ το διάλεξα? Είναι γιατί ήξερα πάντα πως αυτό υπάρχει για μένα? Μήπως απλά το προκάλεσα από φόβο. Μήπως από υποκρισία στον ίδιο μου τον εαυτό? Άγνοια? Μαλακία?
Ναι ....ατελείωτη μαλακία...αυτό είναι.
Λάθη ατελείωτα, δικά μου και δικά σου και του διπλανού και του κόσμου όλου.
Δε με νοιάζει πια.
Ας περπατάει ο κάθε ένας όπου γουστάρει. Ας έρθει μπροστά μου ότι είναι να' ρθει κι ας μείνω να κρέμομαι σε μια κλωστή αν αυτό είναι που πρέπει..
Κι όποιος με ρωτήσει ξανά που πάω...θα του πω να ρίξει μια ματιά στα πόδια μου. Αν τα βλέπει ακόμα, αν είναι ακόμα στη θέση τους τότε...πάω..απλά...όσο μπορώ και όπου φτάσω.
Άντε γαμίδια......
Τίποτα...κι άλλο τσιγάρο γιατί δε βλέπω να γίνεται δουλειά. Μισό να στρίψω και επανέρχομαι...
Subscribe to:
Posts (Atom)