18.2.09

'Αλλο λίγο...

Ξύπνησε και έτριψε τα μάτια του…
Προσπάθησε να τ’ανοίξει αλλά ήταν κολλημένα.
Κολλημένα...
Δεν έβλεπε τίποτα!
Θυμήθηκε.
Σκοτάδι.
Καιρό τώρα, σκοτάδι...
Παραπατώντας πήγε ως το μπάνιο.
Έσπασε πράγματα στη διαδρομή, κλότσησε μερικά, έγδαρε και το πόδι του το δεξί…
Αυτά συμβαίνουν όταν δε βλέπεις!
Άνοιξε τη βρύση και άφησε να τρέξει λίγη πραγματικότητα στις παλάμες του…την ένιωσε να παγώνει σιγά σιγά τα δάχτυλά του και χαμογέλασε αχνά.
Ωραία είναι, σκέφτηκε…
Σήμερα?
Να διώξω το σκοτάδι σήμερα?
Τον είχε πάρει τηλέφωνο χθες το μεσημέρι στο σταθερό η ζωή του και του είπε πως τώρα που ξόφλησε τα χρέη του θα του ξανασυνδέσουν τη πραγματικότητα για να μπορεί επιτέλους να ξεβρομίσει!
Ωραία!
Τώρα μπορεί να ξεκολλήσει…
Στάθηκε σαστισμένος πάνω απ΄τη βρύση και αναλογίστηκε τον καιρό που πέρασε στο σκοτάδι από τότε που ξεκίνησαν τα χρέη του.
Από τότε που του ήρθε το χαρτί και το πρώτο χαστούκι…
Σαν να γεννήθηκε μες στο σκοτάδι….τόσο πίσω πάει αυτή η κατάσταση.
Άχρηστο το μπάνιο τόσο καιρό.
Νερό έτρεχε μόνο και άδικα τριβόταν σα μαλάκας.
Άχρηστη και η μέρα και η νύχτα με αναμμένα φώτα.
Μόνο μπροστά του έβλεπε ο μαλάκας.
Πιο πέρα ποτέ!
Χρωστούσε βλέπεις στη ζωή και δε γινόταν να ξεκολλήσει από πάνω του ο φόβος.

Στρώματα έφτιαξε πάνω στα βλέφαρα και τον άφηνε να περπατάει χαμογελαστός…στα τυφλά!

ΤΙ ΜΑΛΑΚΑΣ!

Τώρα μάγκα μου είμαστε ελεύθεροι…
Θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι…
Θέλουμε?
Ελεύθεροι?
.......................
Έκλεισε τη βρύση γιατί τον ενοχλούσαν όσα έλεγε.
Του τρυπούσε τα μάτια….το στομάχι εκεί στο κέντρο του!
Άγγιξε τα μάτια του με όσες σταγόνες ξέμειναν πάνω στα δάχτυλά του.
Θολά …
Από σκοτάδι…αλήθεια θολή τώρα.
Έκαιγε, έτσουζε ρε πούστη.
.......................
Εεεεεμ αλλαγή μάγκα μου!
Καλά θα κάνεις να συνηθίσεις.
Προχώρα στα μισά τώρα ρε και αύριο πάλι άλλο λίγο.
Σιγά σιγά θα καταφέρεις να ξαναδείς.
Θα καταφέρεις να ξαναδείς μόνος σου.