Πήγε επιτέλους στο νησί…
Καιρό το περίμενε να βρεθεί μακριά απ΄το θόρυβο των ανθρώπων που τη γνώριζαν..μόνο που αυτή τη φορά θα πήγαινε μόνη.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και ακούμπησε τα πράγματα δίπλα στο κρεβάτι, απ΄τη μεριά της.
Άνοιξε τη βαλίτσα και τακτοποίησε στη ντουλάπα τα ρούχα και στο μπάνιο τα καλλυντικά. Πάντα στη δεξιά πλευρά, έτσι χωρίς κανένα λόγο…
Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε το λιμάνι, η μυρωδιά της θάλασσας την έκανε να βρει ένα παλιό χαμόγελο που φανταζόταν πως είχε ξεβάψει απ΄το δέρμα. Κι όμως…
Φόρεσε ένα κοντό πολύχρωμο φόρεμα και τα σανδάλια της, έριξε στη τσάντα το σημειωματάριο και έφυγε…
Περπατώντας παράλληλα στα κύματα η μνήμη την ταξίδεψε σε παλιές νύχτες αυτής της παραλίας, σε μια μπλε άσπρη ψάθα και μικρές κοφτές ανάσες, σε μια φωτιά και μια αγκαλιά τεράστια που φώτιζε πιο πολύ απ΄το φεγγάρι…
Είχε βγάλει τα παπούτσια της και η άμμος κολλούσε στα πέλματα..
Όμορφα ήταν πάντα στο νησί....
Ανέβηκε στην πάνω μεριά του λιμανιού και έκατσε σε ένα καφέ που στέκεται ακριβώς πάνω απ΄το νερό, πάνω απ΄τις βάρκες και τα δίχτυα…
Παρήγγειλε καφέ και άνοιξε την τελευταία σελίδα στο σημειωματάριό της.
Ξεκίνησε να γράφει χωρίς να γνωρίζει που θα την πάει το μελάνι-όπως πάντα- και ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιον να την κοιτάζει…
«Μήπως είσαι η Ζωή?»
Η σερβιτόρα ..είχε δυο μεγάλα πράσινα μάτια και ένα ντροπαλό χαμόγελο…
Ενοχλήθηκε λίγο αλλά δεν το έδειξε..
«Ναι…»
«Έχω ένα γράμμα για ΄σένα» είπε και της έδωσε ένα φάκελο, λευκό και τσαλακωμένο. Πρέπει να τον είχε καιρό…
Άνοιξε το γράμμα και αφού έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε, τράβηξε μια ρουφηξιά και άρχισε να το διαβάζει..
Γύρισα για λίγες μέρες στο νησί, να θυμηθώ τα παλιά, να τα σβήσω, να τα ξορκίσω από μέσα μου για να μη βασανίζομαι τις νύχτες. Μου έλειψες πολύ μέσα στη θάλασσα, μου έλειψες το πρωί στο μπαλκόνι και τη νύχτα στο κρεβάτι μας.
Συνήθισα τόσα χρόνια και σε έχασα μες στη συνήθειά μου…Τώρα το ξέρω…
Όπως ήξερα και το καφέ που θα διαλέξεις για να γράψεις, τι θα παραγγείλεις και ότι αυτή τη στιγμή που διαβάζεις το γράμμα καπνίζεις ένα στριφτό τσιγάρο..
Πάλεψα και έδιωξα τον κακό μου εαυτό, τον είδα να με κοιτάζει από μακριά φεύγοντας, δε θα σου κάνει κακό ξανά…
Δε θα σε πληγώσει ποτέ πια..Το ξέρω..
Μου άλλαξες τη ζωή και αυτή θέλω πίσω μαζί σου..
Ν.
Κοίταξε τα χέρια της, έτρεμαν πάλι …Βούτηξε το γράμμα στο ποτήρι με το νερό, να πνιγούν όλα…
Έσκισε την τελευταία σελίδα απ΄το σημειωματάριο και έγραψε στο μέσα μέρος
απ΄το εξώφυλλο λέξεις απ΄τις δικές του…αλλιώς.
Είμαι η Ζωή και άλλαξα, θέλω εμένα πίσω…Τώρα ξέρω.
Καιρό το περίμενε να βρεθεί μακριά απ΄το θόρυβο των ανθρώπων που τη γνώριζαν..μόνο που αυτή τη φορά θα πήγαινε μόνη.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και ακούμπησε τα πράγματα δίπλα στο κρεβάτι, απ΄τη μεριά της.
Άνοιξε τη βαλίτσα και τακτοποίησε στη ντουλάπα τα ρούχα και στο μπάνιο τα καλλυντικά. Πάντα στη δεξιά πλευρά, έτσι χωρίς κανένα λόγο…
Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε το λιμάνι, η μυρωδιά της θάλασσας την έκανε να βρει ένα παλιό χαμόγελο που φανταζόταν πως είχε ξεβάψει απ΄το δέρμα. Κι όμως…
Φόρεσε ένα κοντό πολύχρωμο φόρεμα και τα σανδάλια της, έριξε στη τσάντα το σημειωματάριο και έφυγε…
Περπατώντας παράλληλα στα κύματα η μνήμη την ταξίδεψε σε παλιές νύχτες αυτής της παραλίας, σε μια μπλε άσπρη ψάθα και μικρές κοφτές ανάσες, σε μια φωτιά και μια αγκαλιά τεράστια που φώτιζε πιο πολύ απ΄το φεγγάρι…
Είχε βγάλει τα παπούτσια της και η άμμος κολλούσε στα πέλματα..
Όμορφα ήταν πάντα στο νησί....
Ανέβηκε στην πάνω μεριά του λιμανιού και έκατσε σε ένα καφέ που στέκεται ακριβώς πάνω απ΄το νερό, πάνω απ΄τις βάρκες και τα δίχτυα…
Παρήγγειλε καφέ και άνοιξε την τελευταία σελίδα στο σημειωματάριό της.
Ξεκίνησε να γράφει χωρίς να γνωρίζει που θα την πάει το μελάνι-όπως πάντα- και ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιον να την κοιτάζει…
«Μήπως είσαι η Ζωή?»
Η σερβιτόρα ..είχε δυο μεγάλα πράσινα μάτια και ένα ντροπαλό χαμόγελο…
Ενοχλήθηκε λίγο αλλά δεν το έδειξε..
«Ναι…»
«Έχω ένα γράμμα για ΄σένα» είπε και της έδωσε ένα φάκελο, λευκό και τσαλακωμένο. Πρέπει να τον είχε καιρό…
Άνοιξε το γράμμα και αφού έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε, τράβηξε μια ρουφηξιά και άρχισε να το διαβάζει..
Γύρισα για λίγες μέρες στο νησί, να θυμηθώ τα παλιά, να τα σβήσω, να τα ξορκίσω από μέσα μου για να μη βασανίζομαι τις νύχτες. Μου έλειψες πολύ μέσα στη θάλασσα, μου έλειψες το πρωί στο μπαλκόνι και τη νύχτα στο κρεβάτι μας.
Συνήθισα τόσα χρόνια και σε έχασα μες στη συνήθειά μου…Τώρα το ξέρω…
Όπως ήξερα και το καφέ που θα διαλέξεις για να γράψεις, τι θα παραγγείλεις και ότι αυτή τη στιγμή που διαβάζεις το γράμμα καπνίζεις ένα στριφτό τσιγάρο..
Πάλεψα και έδιωξα τον κακό μου εαυτό, τον είδα να με κοιτάζει από μακριά φεύγοντας, δε θα σου κάνει κακό ξανά…
Δε θα σε πληγώσει ποτέ πια..Το ξέρω..
Μου άλλαξες τη ζωή και αυτή θέλω πίσω μαζί σου..
Ν.
Κοίταξε τα χέρια της, έτρεμαν πάλι …Βούτηξε το γράμμα στο ποτήρι με το νερό, να πνιγούν όλα…
Έσκισε την τελευταία σελίδα απ΄το σημειωματάριο και έγραψε στο μέσα μέρος
απ΄το εξώφυλλο λέξεις απ΄τις δικές του…αλλιώς.
Είμαι η Ζωή και άλλαξα, θέλω εμένα πίσω…Τώρα ξέρω.
Πλήρωσε και έφυγε για μια βόλτα στο κάστρο, μια ματιά σε ένα ηλιοβασίλεμα που
δεν έχει ορίσει κανείς σε κανένα χαρτί…