Έμπηξε τα νύχια του στο χώμα και αναστέναξε βγάζοντας μια μικρή σχεδόν άψυχη φλόγα απ΄τα ρουθούνια του.'Έπιασε να γλύφει τις νέες του πληγές, αυτές που του δημιούργησαν οι νυχτερινές του αναζητήσεις, οι άσκοπες βόλτες που έκανε για να βρει κάποιον να του μοιάζει, για να αλλάξει το συριγμό που έκανε η ανάσα του τη νύχτα στη σπηλιά του. Να βρει μια άλλη αναπνοή να του κρατάει παρέα, να μη.. να μη φοβάται..
Μια τεράστια κραυγή βγήκε από μέσα του τυλιγμένη σε κύματα φωτιάς τη στιγμή που το "κτήνος" ανέσυρε στη μνήμη του εκείνη την εικόνα...Αυτός.. ένα τέρας , ένας εφιάλτης, η εικόνα όλων των φόβων...κι όμως φοβόταν!
Έτρεμε τη μοναξιά του...
Ξεχάστηκε για λίγο γλύφοντας αίμα και μικρές σταγόνες από τα παράξενα σύννεφα που κάθε τόσο γυάλιζαν στα μάτια του..Μια σκιά τον πλησίασε..μια άλλη μυρωδιά άγνωστη μπήκε στη σπηλιά, στο κρυφό και απλησίαστο κόσμο του. Πισοπάτησε και με ένα βρυχηθμό άφησε μια γλώσσα φωτιάς να φωτίσει την είσοδο φροντίζοντας να απομακρύνει όποιον κατά λάθος νόμιζε πως μπορεί να εισχωρήσει..Κούνησε την ουρά του απειλητικά και ξαναβολεύτηκε στη θέση του σίγουρος πια πως ότι κι αν σήμαινε η σκιά αυτή θα έχει φύγει.
Κι όμως εκεί μπροστά του στεκόταν ένα πλάσμα που δεν έμοιαζε με καμιά εικόνα από όσες ήξερε, με καμιά σκέψη, όνειρο ή φαντασίωσή του...Ένα πλάσμα ψηλόλιγνο, ασθενικό μα σκοτεινό όσο κι αυτός..
Αναγνώρισε την οσμή της θλίψης, ένιωσε πως κι εκείνο είχε πληγωθεί πολλές φορές βαθιά..Μα πάνω απ'όλα αναγνώρισε τη φωτιά του, το όπλο που διώχνει τα πάντα και μέσα του κρύβει εκείνη την απύθμενη μοναξιά...Είδε τη φωτιά να τον κοιτάζει με δυο μεγάλα μάτια, εκεί μέσα ήταν κρυμμένη, μέσα σε δυο μάτια που είχαν καρφωθεί στα δικά του.
Έμειναν να κοιτάζονται χωρίς να κινούνται, ο χρόνος έπαψε να κυλάει στα μισητά τοιχώματα της σκέψης του, οι δυο φωτιές κάλυψαν τα πάντα, έκαψαν τα πάντα.
Έγιναν ίδιοι κι ας ήταν τόσες οι διαφορές τους...κι ας ήταν άλλοι οι κόσμοι τους.
..........................................
Κι ύστερα η λάμψη άρχισε να χάνεται αργά... Η φλόγα έσβησε και έμειναν μόνοι στο σκοτάδι.
Ο δράκος κράτησε την ανάσα του καταπίνοντας τη μυρωδιά του πλάσματος, στέλνοντας βαθιά μέσα του την ύπαρξη που ακύρωσε μεμιάς τη μοναξιά του..
Ένα διάλειμμα σιγής...αιώνιας σιγής ..
Το πλάσμα έκλεισε τα μάτια του, γύρισε και έφυγε τρέχοντας μακριά απ΄το σκοτάδι.
Οι πατημασιές του ξεμάκρυναν ...ο συριγμός της ανάσας του δράκου πήρε ξανά τη θέση του στο γνώριμο βασίλειό του.Το τέρας πήρε να γλύφει αίμα και δάκρυα πάνω στη νέα πληγή που άνοιξαν εκείνα τα μάτια..μπήγοντας τα νύχια του στο χώμα, όσο μπορούσε πιο βαθιά. Στο δικό του χώμα, στο δικό του σκοτάδι, αυτό που μόνο εκείνος μπορεί να αντέξει..
Εκείνος και κανένας άλλος.