Όταν ήταν μικρή της είχαν δείξει τον τρόπο οι γονείς της...
Να φεύγει...
Προσπάθησαν πολύ...και έμαθε.
Έκλεινε μάτια και αυτιά και γλιστρούσε από μέσα της ελαφριά και ελεύθερη.
Έπλεκε με τις ανάσες της χαλί και πάνω ξάπλωναν οι σκέψεις της ασφαλείς στη σκιά της νύχτας.
Μακριά ...
Κοντά σε ότι ήθελε...
Περπατούσε σοκάκια, άγγιζε κουλουριασμένους σκύλους σε πόρτες κλειστών καταστημάτων και μύριζε νυχτολούλουδα σε παλιές αυλές.
Από τη νύχτα ως την αυγή...
Απόψε φυσούσε αέρας δυνατός και έβρεχε πολύ.
Φοβόταν...
Κάτι ήταν κοντά..
Και αυτή μακριά από ότι ήθελε....
Κρατούσε σφιχτά μια άδεια πάνινη παρέα.
Αν ήταν μικρή..
Θα ήξερε τον τρόπο για να σβήσει τον ήχο της βροχής, θα ήξερε πως να ξεγελάσει τον αέρα..
Όμως απόψε δεν ήθελε να φύγει ...
Ήθελε εκείνος να 'ρθει.
Έκλεισε μάτια και αυτιά και τον βρήκε να κοιμάται. Άσπρα σεντόνια και εκείνος βιολετί. Μαζεμένο σώμα σαν μέσα σε μια αόρατη αγκαλιά και χέρια σφιγμένα ακόμα...
Έπλεξε με τα χείλη της ένα φιλί στο λαιμό του και του ψιθύρισε στο αυτί πως να τη βρεί μέσα στις σκέψεις του. Ζωγράφισε σημάδια στο σώμα της για να τα ακολουθήσει και κράτησε το πιο όμορφο όνειρο της για να τον χωρέσει.
Και ύστερα ....
Η νύχτα έγινε μονοπάτι και η πόρτα του αέρας ....και η πόρτα της βροχή.
Και ένα.
Όλα.
Με μάτια σβηστά και χείλη σφιγμένα.
Μαύρα μαλλιά και δέρμα που μυρίζει σαν χίλιες φωτιές.
Δάχτυλα που φτιάχνουν όσα η φαντασία δε μπορεί να χορτάσει.
Κοφτές ανάσες και σεντόνια γεμάτα σιωπηλές κραυγές ζωής.
Χαμηλόφωνα...λέξεις που ταξιδεύουν απ΄το μυαλό ως την ψυχή και ...πάλι πίσω.
Ανακατεμένα θέλω και μισά χρώματα.
Και οι δυο τους εκεί.
Μισή η νύχτα και μισό το πρωί....
Σε κάποιο όνειρο δικό της ή δικό του.
......
Από τη νύχτα ως την αυγή...