Δαίμονες μαύροι με δόντια κοφτερά ουρλιάζουν βαθιά μέσα στο δάσος μου και ένα μικρό παιδί σε μια γωνία ακίνητο σαν από μάρμαρο.
Ομίχλη παντού.
Για να είναι θολά όλα και να μη παίρνονται εύκολα οι αποφάσεις.
Νύχτα πάντως είναι.
Αυτό δε θα αλλάξει ποτέ.
Μήπως να ξαναγύριζα να βάλω ερωτηματικό?
Για αυτή την αίσθηση της σιγουριάς που σου δίνει.
Την πιθανότητα να αναστραφούν τα πάντα.
Νομίζω εκείνο το παιδί θα χρειαζόταν ένα ερωτηματικό.
Τώρα που δε ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή να χαρεί.
Έχω την εντύπωση πως το ζωγράφιζε πιο συχνά από τους ήλιους και τα σπιτάκια που θα έβρισκε κανείς σε ζωγραφιές παιδιών της ηλικίας του.
Της ηλικίας που βλέπεις εσύ τώρα.
Της ηλικίας στην οποία διάλεξε να μείνει από έλλειψη σιγουριάς...
Από έλλειψη ασφάλειας.
Στο άκουσμα και μόνο της λέξης οι δαίμονες δαγκώνουν άντερα και δέρμα μαζί για να τους βγάλω έξω.
Και εγώ κάθομαι εδώ μαρμαρωμένη στη θέα ενός τεράστιου ερωτηματικού
Τι σκατά είναι αυτά που ζω μέσα στο δάσος μου?
Να υπάρχει άραγε μέρος μέσα του δικό μου.
Να το κατοικίσω χωρίς καμία μάχη. Χωρίς σταγόνα από αίμα.
Κανενός.
Να πάλι η ανάγκη της πίστης σε κάτι αβέβαιο
Γιατί αν μου πεις πως το αίμα θα χυθεί ξανά και είναι βέβαιο τότε οι δαίμονες θα φάνε τα πάντα μου και το ξέρει ακόμα και εκείνο το μικρό παιδί.
Το ξέρει από τότε που έμαθε να ακούει και να βλέπει.
Και εγώ..
Απόψε διαλέγω να κλάψω. Όχι γιατί φοβάμαι να χαρώ.
Όχι πως στέγνωσα και δεν έχω άλλο.
Αλλά να ...είναι αυτό το κουστούμι του μικρού παιδιού που με στενεύει.
Είναι που οι δαίμονες μέσα μου με πνίγουν.
Είναι που δε μπορώ να αντικρίσω άλλο ερωτηματικό.
Που δε θέλω αίμα πια.
Δε θέλω μάχες.
Μα είμαι στο δάσος μου ακόμα και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάς.
Δε φεύγει έτσι εύκολα η ομίχλη.
Μάχη λοιπόν.
Και γνώμη κανενός δε ζήτησα,ούτε βοήθεια θέλω.
Κανείς δε θέλει θεατές την ώρα που παλεύει.
Έτσι και εγώ.